Στο εξαιρετικό κείμενό του «Μπιφτέκια από σκουλήκια» το περασμένο Σαββατοκύριακο στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Πανεπιστημίου Θεόδωρος Π. Λιανός έδινε κάποια ανατριχιαστικά στατιστικά στοιχεία. Το κυριότερο: Ενα δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο σε σχέση με 7,5 δισ. του πλανήτη υποσιτίζονται. Αναμφισβήτητα θα ανήκει σε αυτό το 1 δισ. ο ρακένδυτος και κάτισχνος ηλικιωμένος που εκμεταλλευόμενος σε μια διασταύρωση της Καλλιρρόης τα ακινητοποιημένα λόγω κόκκινου αυτοκίνητα τα πλησίαζε από την πλευρά του οδηγού ζητώντας βοήθεια –άγνωστο για ποιον λόγο προτιμώντας τα αυτοκίνητα της μεσαίας και όχι της δεξιάς ή της αριστερής λωρίδας. Δεν στάθηκε όμως τυχερός σε κανένα από τα πέντε αυτοκίνητα που πρόλαβε να πλησιάσει. Στο ένα όμως υπήρξε και μάρτυρας μιας βαθιάς περιφρόνησής του –έστω και εάν δεν χρειαζόταν να εκδηλωθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο για να του γίνει αντιληπτή –καθώς ο οδηγός ενός τζιπ, μόλις τον είδε να πλησιάζει, έκλεισε το παράθυρο ανάβοντας τσιγάρο και τραβώντας ταυτόχρονα μια ρουφηξιά από το πλαστικό κύπελλο με τον καφέ που είχε στο πλάι του.
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσοι, σε σχέση με όσους είδαν τη σκηνή, εντυπωσιάστηκαν ή αγανάκτησαν, γεγονός πάντως είναι ότι σύντομα θα την είχαν όλοι τους ξεχάσει, ενώ είναι πλέον ή βέβαιον ότι αν κάποιον δεν θα τον ξαναπασχόλησε ποτέ είναι ο ίδιος ο οδηγός του τζιπ. Δεν μπορείς όμως να μην αναρωτηθείς, όσο παγιωμένο κι αν είναι στους δρόμους ένα καθεστώς αναισθησίας, ώστε να φωνάζει κανείς βοήθεια και όσοι συμβαίνει να είναι κοντά του αντί να σπεύδουν να βοηθήσουν να κοιτάζουν απλώς με περιέργεια, όταν δεν απομακρύνονται κιόλας, τι ακριβώς υποχρέωνε τον οδηγό του τζιπ όχι μόνο το να θέλει να κρατήσει τις αποστάσεις κλείνοντας το τζάμι του παραθύρου, αλλά να δώσει επιπλέον στον ρακένδυτο και κάτισχνο ηλικιωμένο να καταλάβει –σάμπως και δεν το ήξερε –ότι αν και ενδέχεται να στερούνταν το καθετί, ο ίδιος μπορούσε να συνεχίσει να απολαμβάνει όπως το υπογράμμιζε το άναμμα του τσιγάρου και ο καφές.
Γιατί όσο θα λογαριαζόταν αδιανόητο την ώρα που τρώει ή διασκεδάζει κανείς να δυσκολεύεται να το κάνει επειδή σκέφτεται όσους δεν μπορούν να κάνουν ή το ένα ή το άλλο, να μη θεωρείται αυτομάτως εξίσου χυδαίο το να επιδεικνύεις ότι θα ήταν δυνατόν την ίδια ακριβώς στιγμή που κάποιος υποφέρει, εσύ, ένας δεύτερος, ορατά και απτά, να μην επιτρέπεται απλά αλλά αντίθετα να δικαιούσαι να απολαμβάνεις. Ακόμη και ένα μωρό γνωρίζει πως υπάρχει συσσωρευμένη φτώχεια και συσσωρευμένος πλούτος. Πώς γίνεται όμως η ανθρωπότητα να φτάνει στο έσχατο σημείο της κατάπτωσής της ώστε να θεωρεί ως κάτι φυσιολογικό τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο των δύο αυτών μεγεθών ώστε ο πλούτος να μην αφορά τον επαίτη της οδού Καλλιρρόης, η δε φτώχεια να μην απειλεί ούτε ως ένα μακρινό ενδεχόμενο τον οδηγό ενός αυτοκινήτου. Αφού αν διατηρούσε ο τελευταίος μια αντίστοιχη υποψία θα απέφευγε την ίδια ακριβώς στιγμή τόσο να μην ανάψει τσιγάρο πίνοντας ταυτόχρονα καφέ όσο και να κλείσει το παράθυρο του αυτοκινήτου. Θεωρώντας ότι μεταβάλλει μια απόσταση μισού μέτρου σε αστρική ώστε να αδυνατεί να τον αγγίξει η δυστυχία.