Ας φανταστούμε τον τουρίστα, τον αντιπροσωπευτικό τουρίστα, στην καρτουνίστικη εκδοχή του: με βερμούδα, πέδιλο και κάλτσα, ένα σακίδιο στον ώμο και μια φωτογραφική μηχανή να κρέμεται από τον λαιμό του. Ποιος θα διαφωνούσε ότι αυτός ο τουρίστας θα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, θα έβλεπε την ταμπέλα «Μακεδονία» και, εμβρόντητος από το σοκ, θα πίστευε ότι είχε βρεθεί κατά λάθος στα Σκόπια; Με άλλα λόγια, ποιος θα διαφωνούσε με τον Γιάννη Μπουτάρη που διατύπωσε αυτόν τον συλλογισμό; Ελάχιστοι.
Αλλά η δουλειά του Μπουτάρη στο δημοτικό συμβούλιο δεν είναι να λέει ανέκδοτα με τουρίστες. Είναι να θέτει ενώπιον των δημοτικών συμβούλων τα προβλήματα της Θεσσαλονίκης. Είναι να λέει πως το όνομα «Μακεδονία» στο αεροδρόμιο και τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων της πόλης του δεν βοηθάει την ανάπτυξή της. Να επισημαίνει πως δεν υπηρετεί τον στόχο της κατάκτησης των Βαλκανίων με έναν τρόπο που θα είναι φοβικός και εσωστρεφής αλλά εξωστρεφής και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Να εξηγεί πως η ταυτότητα μιας κοινότητας δεν διαμορφώνεται από την προσκόλλησή της στην Ιστορία αλλά από τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο.
Πόσοι θα διαφωνούσαν μαζί του; Περισσότεροι ενδεχομένως απ’ όσους θα διαφωνούσαν για τους τουρίστες. Αλλά ο Μπουτάρης δεν μιλάει σε κενό πολιτικού αέρος. Υπάρχει ένας κόσμος που τον ακούει –και όχι για να γελάσει με τα ανέκδοτα. Ενας κόσμος που δεν συγκινήθηκε με το συλλαλητήριο, που σε κάθε συλλαλητήριο δεν βλέπει τίποτε περισσότερο από μια άσκηση πατριωτικού φρονήματος ή, ακόμη χειρότερα, έναν χορό με τους εθνικισμούς των περασμένων αιώνων. Είναι κι αυτός κόσμος της Μακεδονίας. Ο Μπουτάρης τον ζει αυτόν τον κόσμο. Και ξέρει ότι δεν είναι μόνος.