Ηταν 17 Αυγούστου του 1999. Τρεισήμισι μόλις χρόνια από το θερμό επεισόδιο στα Ιμια, από τότε που, έστω και για λίγες ώρες, η πιθανότητα σύρραξης με την Τουρκία ήταν τόσο έντονη ώστε, αργότερα, αποτυπώθηκε στην ποπ κουλτούρα με το «Πάμε πόλεμο;» του Τζίμη στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» του Λαζόπουλου. Τέλος πάντων, εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου το ρήγμα της Ανατολίας προκάλεσε σεισμό 7,6 ρίχτερ και διάρκειας 37 δευτερολέπτων με επίκεντρο το Ισμίτ της Τουρκίας. Απολογισμός, πάνω από 17.000 νεκροί. Είκοσι μέρες αργότερα έγινε ο σεισμός της Αθήνας, έντασης 5,9 ρίχτερ και διάρκειας 15 δευτερολέπτων, με 150 νεκρούς και τεράστιες υλικές ζημιές. Και επειδή πιστεύω ότι τους ανθρώπους και τους λαούς τούς ενώνουν οι καταστροφές περισσότερο απ’ όσο τους χωρίζουν οι μεγαλοϊδεατισμοί, Ελληνες και Τούρκοι, από κει που θα πιάναμε τα όπλα, από ένα τυχαίο και ανεξάρτητο από την πολιτική γεγονός, βρεθήκαμε αγκαλιά και αλληλοβοηθούμενοι. Ανταλλάζαμε οι δύο χώρες διασώστες και υγειονομικό υλικό, αν θυμάμαι καλά έπαιζαν και σποτάκια υπέρ της ελληνοτουρκικής φιλίας. Βέβαια, ακόμη και οι ανατροπές σχεδόν ποτέ δεν γίνονται ερήμην των συνθηκών. Αυτή η προσέγγιση με τον γείτονα ψηνόταν από καιρό σε διπλωματικό επίπεδο κι έτσι «το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη», που λέει ο Σολωμός.
Σήμερα, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ή, μάλλον, είναι ακριβώς τα αντίθετα. Η επίσκεψη του Ερντογάν πριν από δύο μήνες στην Αθήνα δεν μας άφησε την εντύπωση ότι οι δύο κυβερνήσεις τα έχουν βρει και δεν ξέρουν πώς να μας το πουν. Κι επειδή οι πυρκαγιές πολλές φορές ξεκινούν από ένα σπίρτο που κάποιος άναψε τυχαία ή κατά λάθος, ελπίζω να μη σουλατσάρει στο Αιγαίο το πνεύμα του Εντουαρντ Μέρφι. Εκείνου του αμερικανού αεροναυπηγού που μας άφησε αμανάτι τον περίφημο νόμο του. Αυτόν που λέει πως ό,τι είναι να πάει στραβά, θα πάει.