Η υπόθεση Novartis είναι αναμφίβολα από τις πλέον σοβαρές υποθέσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος στη χώρα μας. Ως εκ τούτου επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος όλες οι πλευρές του θέματος, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης ευθύνης πολιτικών προσώπων. Αρκεί, βέβαια, να μην λησμονείται από καμία πλευρά ότι πρέπει να τηρούνται οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και τον νόμο διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό η εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου. Εχω ήδη επισημάνει σε όλους τους τόνους ότι η κυβέρνηση αναμείχθηκε ανεπίτρεπτα σε αυτήν την υπόθεση, αντιμετωπίζοντάς την προεχόντως ως πολιτικό ζήτημα κατάλληλο για επικοινωνιακούς χειρισμούς και όχι ως δικαστικό ζήτημα όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Ωστόσο μετά τις πρώτες αναταράξεις –δικαιολογημένες εν πολλοίς –μπορούμε να πούμε ότι δρομολογήθηκε πλέον η δικαστική διερεύνηση του θέματος όπως την προβλέπει το Σύνταγμα, δηλαδή με διπλή απόφαση της Βουλής:
Α) για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής με βάση την πρόταση 30 τουλάχιστον βουλευτών, που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών (δηλ. πάνω από 150) και
Β) για την τυχόν παραπομπή πολιτικών προσώπων σε δίκη ενώπιον του ειδικά προβλεπόμενου Ανώτατου Δικαστηρίου, με βάση την πρόταση πλέον της Επιτροπής, που επίσης απαιτεί πάνω από 150 ψήφους.
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ. Στο σημείο αυτό, όμως, θέλω να επισημάνω την σημασία που έχουν δύο σημαντικές ρυθμίσεις του νόμου Καστανίδη (3961/2011) για να καταλαγιάσει η δηλητηρίαση της πολιτικής ζωής με εκατέρωθεν κατηγορίες ως προς την πρυτάνευση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Η πρώτη είναι η πρόβλεψη για τη δυνατότητα σύστασης Γνωμοδοτικού Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση της Βουλής, που λαμβάνεται επίσης με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών (δηλ. πάνω από 150), προκειμένου να κατατεθεί σε εύλογο χρόνο τεκμηριωμένη σχετική γνωμοδότηση προς τη Βουλή ως προς το εάν, σε ποια σημεία και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η πρόταση των 30 (τουλάχιστον) βουλευτών για την σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.
Η δεύτερη είναι η παροχή από τον νόμο αυτόν στα φερόμενα ως εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα της δυνατότητας να ζητήσουν τα ίδια μετά την τυχόν παραπομπή τους –χωρίς όρους και προϋποθέσεις –να μην ισχύσει η προνομιακή αντιμετώπισή τους από το άρθρο 86 του Συντάγματος ως προς την εξάλειψη του αξιοποίνου των πράξεών τους (διότι ως γνωστόν προβλέπεται ότι η Βουλή δεν μπορεί να ασκήσει δίωξη αν παρέλθει η δεύτερη τακτική σύνοδος της επόμενης βουλευτικής περιόδου από αυτήν που τελέσθηκε το αποδιδόμενο σε υπουργό αδίκημα κατά την άσκηση των καθηκόντων του).
ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ. Η σημασία της εφαρμογής των δύο αυτών ορθών διατάξεων είναι πρόδηλη, αν αναλογισθούμε ότι η βασική –και ορθή –μομφή κατά της ισχύουσας συνταγματικής ρύθμισης της ευθύνης υπουργών είναι η παρεμβολή της Βουλής, μέσω της οποίας παρεισφρέουν πολιτικές σκοπιμότητες. Αν λοιπόν όσοι υποστηρίζουν την συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 το εννοούν πράγματι, θα έπρεπε να πρωτοστατούν στην εφαρμογή των προαναφερθεισών νομοθετικών ρυθμίσεων, διότι αυτές εξαντλούν όλα τα περιθώρια περιορισμού του ρόλου της Βουλής και αντίστοιχης ενίσχυσης της δικαστικής διερεύνησης των σχετικών υποθέσεων. Και αυτό ισχύει τόσο για το πολιτικό μας σύστημα, που οφείλει να υπερβεί τον μικροκομματισμό μέσω της αξιοποίησης του προβλεπόμενου Δικαστικού Συμβουλίου (δεδομένου μάλιστα ότι τα μέλη του κληρώνονται και δεν διορίζονται), όσο και για τα πολιτικά πρόσωπα που υποστηρίζουν ευλόγως την αθωότητά τους. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν –και οφείλουν κατά την άποψή μου –να δεσμευθούν στη Βουλή ότι δεν θα επικαλεσθούν το προνόμιο της σύντομης ως άνω εξάλειψης του αξιοποίνου («παραγραφής» όπως έχει επικρατήσει, κακώς, να λέγεται) αλλά αντίθετα ότι θα ζητήσουν τα ίδια να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο προκειμένου να εξετασθούν οι τυχόν εναντίον τους κατηγορίες επί της ουσίας. Ετσι κανείς δεν θα μπορεί να κρυφθεί πίσω από διαδικαστικές δικαιολογίες και τα προσχήματα θα πέσουν από όπου και αν προβάλλονται.
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών