«Δημήτρη, απόψε είμαι καλεσμένη σε πάρτι. Να πάρω κάτι να φορέσω και τη Δευτέρα να σου το φέρω πίσω του κουτιού;». «Να πάρεις ό,τι θέλεις και να μου το φέρεις όποτε θέλεις. Μη μου το φέρεις και ποτέ». Και η φράση τέλειωνε με το κελαρυστό, δυνατό γέλιο του, που αντηχούσε στο κατάστημα της οδού Νίκης. Το συνήθιζε αυτό. Να γελάει στην ουρά του λόγου του και έτσι να μην καταλαβαίνεις αν αυτό που είχε πει το εννοούσε. Μέχρι που τον συνήθιζες κι εσύ.
Αυτός ήταν ένας διάλογος που επαναλαμβανόταν συχνά τα σαββατιάτικα πρωινά, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν αράζαμε στο κατάστημα Parthenis. Και αυτός ήταν ο Δημήτρης Παρθένης, που έφυγε πριν από μια εβδομάδα σε ηλικία 74 ετών. Και εμείς μια γενιά (και δυο και τρεις και τέσσερις) που μία από τις λεπτομέρειες που συνθέτουν τα χαρακτηριστικά μας είναι κι αυτή η μικρή κάθετη ετικέτα του brand του στις πλαϊνές ραφές των ρούχων του. Ο θάνατός του πυροδότησε ένα άτυπο reunion. Το Διαδίκτυο τα ευνοεί αυτά. Επικοινωνήσαμε ιντερνετικά, μιλήσαμε στο τηλέφωνο φιλενάδες χαμένες από χρόνια. Και όλες είχαμε να διηγηθούμε μία ιστορία γενναιοδωρίας του Δημήτρη. Υλικής ή συναισθηματικής. «Εμένα μου είχε χαρίσει το νυφικό μου». «Εγώ τον είχα δει πριν από δύο μήνες στον δρόμο. Φορούσε ένα σκουφάκι. Του είπα ότι μου άρεσε, το έβγαλε και μου το έδωσε». «Εμένα με είδε πέρσι από το απέναντι πεζοδρόμιο και του φάνηκε «στεναχωρημένο» το περπάτημά μου. Με κάθισε με το ζόρι σε ένα καφέ, να του μιλήσω, να του πω τι με απασχολεί».
Η δοτικότητα του Παρθένη ήταν στοιχείο ταυτότητας μιας εποχής που με το σύνθημα «make friends, not business» έγιναν οι καλύτερες δουλειές και ανέδειξε τα «παιδιά των λουλουδιών» σε άριστους επιχειρηματίες. Επιβάλλοντας μάλιστα τους όρους τους. Αυτήν τη γενιά και αυτήν τη νοοτροπία αντιπροσώπευε ο Δημήτρης. Και τα λιτά, καλοδουλεμένα, «σοφά» ρούχα του, που μεταμόρφωναν το βαμβάκι σε υλικό πολυτελείας, αποτύπωναν την ηθική της αισθητικής του. Το να τυλίγεσαι κάθε τόσο στα μονόχρωμα υφάσματά του έμοιαζε σαν ένα είδος «ενδυματολογικού εξαγνισμού» από τις βάτες, τις παγιέτες και τα «λεοπαρδαλέ» της εποχής. Λάτρης της «αρχιτεκτονικής του σώματος», εικονοκλάστης της μόδας υπό την έννοια των τάσεων, έμεινε πιστός για σχεδόν μισό αιώνα σε μια γραμμή που συνεχίζει με ευλάβεια και δημιουργικότητα η κόρη του Ορσαλία. Πρωτοπόρος και μοναχικός, επέβαλε τον μινιμαλισμό (όχι ως απόρριψη του περιττού, αλλά ως επισήμανση του σημαντικού) πολλά χρόνια πριν γίνει τρέντι η λέξη. Και λάνσαρε τα πολυμορφικά ρούχα όταν χρησιμοποιούσαμε τον όρο μόνο για αυτοκίνητα.
Η Κοκό Σανέλ έχει πει ότι το σωστό φόρεμα πρέπει, όταν είσαι ακίνητη, να φαίνεται εφαρμοστό και, όταν κινείσαι, να έχεις την αίσθηση ότι είναι ένα νούμερο μεγαλύτερο. Πώς κατάφερνε ο μπαγάσας ο Δημήτρης να το πετυχαίνει αυτό; Πώς κατάφερνε το ίδιο ακριβώς ρούχο να δείχνει πιο λεπτή μία γεμάτη γυναίκα και να δημιουργεί καμπύλες σε μία πολύ λεπτή; Μάλλον με το ίδιο ζωογόνο και δημιουργικό κέφι που έκανε αυτόν τον «μικρό πρίγκιπα» της ελληνικής μόδας να συμμετέχει μέχρι τέλους στη «συνωμοσία των 28 χρόνων». Μια εμβληματική, όπως πίστευε ηλικία. Και με συμβούλευε, όταν κάποτε ήμουν τόσο, να διατηρήσω σε όλη μου τη ζωή αυτήν την αίσθηση απογείωσης, που δεν θα την ξαναζούσα ποτέ, ανεξάρτητα από το πόσο συναρπαστική θα ήταν μετά η πτήση. Καλό ταξίδι λοιπόν 28χρονε φίλε μου.