Αχρηστο φαγητό, πλαστικό φαγητό, σκουπιδοφαγητό. Οπως και αν επιλέξετε να αποδώσετε το junk food στα ελληνικά, δεν θα καταφέρετε να μεταφέρετε παρά μονάχα μια αμυδρή εικόνα από το όνειδος της σύγχρονης διατροφής. Αυτοί οι εκρηκτικοί μηχανισμοί που, αντί για καρφιά και βίδες, εμπεριέχουν λιπαρά και ζάχαρη σε φονικές ποσότητες, ευθύνονται σχεδόν για τα πάντα, από παχυσαρκία, καρδιακές παθήσεις και μορφές καρκίνου έως εθισμό, διαρκές αίσθημα πείνας, κατάθλιψη κι επιθετικότητα. Η φιλμογραφία και η βιβλιογραφία για το junk food είναι απεριόριστες, αλλά εμβληματική θέση ανάμεσά τους εξακολουθεί να κατέχει το «Super size me» (2004) του Μόργκαν Σπέρλοκ, ένα σοκαριστικό ντοκιμαντέρ που καταγράφει τη σωματική και ψυχολογική μετάλλαξη του ίδιου του σκηνοθέτη. Ο Σπέρλοκ προσφέρει τον εαυτό του ως πειραματόζωο, τρέφεται επί ένα μήνα αποκλειστικά με junk food και κυριολεκτικά διασώζεται τελευταία στιγμή από τη φιλενάδα του που του επιβάλλει αυστηρή χορτοφαγική δίαιτα, ούτως ώστε να επιστρέψει στον παλιό του εαυτό ύστερα από δεκατέσσερις (!) μήνες. Η κάμερά του αποτυπώνει ένα έγκλημα σε πραγματικό χρόνο και χωρίς καμιά τιμωρία. Από τις καραμπινάτες περιπτώσεις που το νόμιμο, όχι μόνο είναι ηθικό, μα κι επιβεβλημένο.
Τα πειράματα έχουν ήδη καταγράψει χαμηλές νοητικές επιδόσεις σε όσους καταναλώνουν συστηματικά junk food –τι συμβαίνει εντούτοις σε εκείνους που επιβαρύνουν καθημερινά, όχι μόνο το στομάχι τους, αλλά και το μυαλό τους με junk food του πνεύματος; Ο πολιτικός σχολιαστής και βιβλιοκριτικός Κώστας Καρακώτιας αναλαμβάνει να μας διαφωτίσει: «Η εφημερίδα, μια εφεύρεση του νεωτερικού κόσμου», γράφει μεταξύ άλλων σε μια ανάρτησή του, «ήταν πάντα ένα σύμβολο του αστικού πολιτισμού, ένα μέσο ενημέρωσης, κριτικής, διαλόγου και πολιτιστικής διάπλασης και μια συνεχής καταγραφή της ιστορίας του παρόντος. Προφανώς δεν επιτελούσαν όλες οι εφημερίδες έναν τέτοιο ρόλο. Υπήρχε πάντα ο χυδαίος κίτρινος και εμπορικός Τύπος. Το γεγονός όμως αυτό δεν αναιρούσε την συμβολή του Τύπου στην δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας και στην πολιτιστική αναπαραγωγή. Παρά την μείωση του ρόλου του σε παγκόσμιο επίπεδο και την εντυπωσιακή ανάδυση νέων ΜΜΕ, όπως η τηλεόραση και το Διαδίκτυο, η εγκυρότητα και η κριτική του δύναμη δεν έχουν ακόμα αμφισβητηθεί. Η πτώση όμως της κυκλοφορίας των εφημερίδων στην Ελλάδα είναι σχεδόν τρομακτική και η αναλογία αναγνωστών και συνολικού πληθυσμού σε λίγο δεν θα εντοπίζεται».
Η κατακόρυφη πτώση της κυκλοφορίας, κατά τον Καρακώτια, είναι ένα το κρατούμενο –αλλά όχι το χειρότερο. Πιο επικίνδυνη είναι η κατανομή στο λυμφατικό κομμάτι της πίτας που απομένει. Σύμφωνα με τα ενδεικτικά στοιχεία που παραθέτει από το Σάββατο 3/2/2018, ένα ποσοστό 32,9% των αναγνωστών «επέλεξαν τις εφημερίδες εκείνες που εμπεριέχουν στο περιεχόμενό τους και χρησιμοποιούν και αναπαράγουν έναν ακραίο επιθετικό πολιτικό και κοινωνικό λαϊκισμό, μια εξωφρενικά τερατώδη συνωμοσιολογική ερμηνεία των πραγμάτων, έναν εθνικισμό και μια ανερυθρίαστη νοσταλγία των δικτατοριών του 1936, μία αντιευρωπαϊκή αντιδυτική κατεύθυνση, έναν χυδαίο αντισημιτισμό και γενικά τον αντιδραστικό καταγγελτικό λόγο κατά της πολιτικής και της φιλελεύθερης Δημοκρατίας».
Επιτρέψτε μου να επεκτείνω τον συλλογισμό του Καρακώτια, δεδομένου ότι υφίσταται μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο junk food του στομάχου και στο junk food του πνεύματος. Από τις δύο σκουπιδοτροφές μονάχα η πρώτη αφοδεύεται. Η δεύτερη παραμένει στον οργανισμό εφ’ όρου ζωής. Η πρώτη μπορεί να δηλητηριάσει, ίσως και να σκοτώσει εκείνον που την καταναλώνει, άντε να επιβαρύνει το πολύ πολύ την υγεία των κατιόντων συγγενών του, ενόσω η δεύτερη βομβαρδίζει ολόκληρη την κοινωνία με τοξίνες ομαδόν και στα τυφλά. Φανταστείτε προς στιγμήν κάποιον που καθημερινά τρέφεται με θαύματα, συνωμοσίες και σκάνδαλα, ερωτικά κατά προτίμηση, ώστε να απολαμβάνει και το σχετικό φωτογραφικό οφθαλμόλουτρο. Αυτός ο άνθρωπος γαλουχείται να βάζει την κρίση του για ύπνο και να (κατα)δικάζει τους πάντες και τα πάντα με το μαλακό του υπογάστριο. Στερείται κάθε ικανότητας να σχηματίζει άποψη, όχι όμως και του δικαιώματος να την εκφέρει. Αυτός ο άνθρωπος εξακολουθεί να λέει τη γνώμη του στις δημοσκοπήσεις και να ρίχνει την ψήφο του στην κάλπη. Η ψήφος του υπολογίζεται όσο και οποιαδήποτε άλλη, συνδιαμορφώνει το αποτέλεσμα και συνήθως το χαντακώνει. Πώς το έλεγε ο μακαρίτης διατροφολόγος Κώστας Μπαζαίος; Αν ξέραμε τι τρώμε; Αν ξέραμε τι θέλαμε, αν ξέραμε τι ψηφίζαμε…
Εξυπακούεται ότι η μάστιγα της πνευματικής σκουπιδοτροφής δεν αντιμετωπίζεται εύκολα, και αναμφίβολα όχι με κατασταλτικά μέσα. Δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος για να θεριέψεις τη βλακεία από το να την θέσεις υπό διωγμόν. Εκδότες, διευθυντές και αρχισυντάκτες θα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους μπροστά στις κάμερες κι εσύ ο ανυποψίαστος θα μένεις με την εντύπωση ότι διαχειρίζονται θησαυρούς απαγορευμένης γνώσης, όχι έντυπες χαβούζες. Δυσχεραίνει την κατάσταση και το γεγονός πως όσοι χρειάζονται τη λύση δεν αναγνωρίζουν το πρόβλημα και όσοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα δεν χρειάζονται τη λύση. Με άλλα λόγια, αυτές τις γραμμές δεν πρόκειται να τις διαβάσουν ποτέ εκείνοι που θα μπορούσαν πιθανόν να επωφεληθούν από αυτές. Εμείς τα λέμε, εμείς τα ακούμε. Ο φαύλος κύκλος της σκουπιδοπαραγωγής δεν απειλείται από εμάς διότι ευθύς εξαρχής δεν απευθύνεται σ’ εμάς. Εδώ ισχύει ό,τι και με τους Μόντι Πάιθον στο «Νόημα της Ζωής»: εκείνοι που ξέρουν την απάντηση δεν θυμούνται την ερώτηση, και τούμπαλιν. Φαίνεται λοιπόν πως κάπως έτσι θα πορευτούμε και στο μέλλον. Οι αναγνώστες των εφημερίδων θα λιγοστεύουν και ανάμεσά τους οι ανεγκέφαλοι θα πληθαίνουν. Η τέλεια καταιγίδα. Οχι για να εκβιάσω σώνει και καλά μια θετική εξέλιξη κόντρα σε όλες τις ενδείξεις, αλλά ειλικρινά δεν πιστεύω ότι τα πράγματα θα πάνε τόσο άσχημα. Θέλω να πω, μια χαρά μπορεί να πάνε τόσο άσχημα και ακόμη χειρότερα, αλλά τότε θα μείνει για πάντοτε αναπάντητη η απορία: χρειάζεται ένας τόσο πολύπλοκος και σοφιστικέ μηχανισμός όσο ο ανθρώπινος ώστε να διεκπεραιωθεί μια τόσο φτηνή και ανούσια μπαλαφάρα; Τον έχω για χιουμορίστα τον Θεό, αλλά όχι και για Μπουρνέλη στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκτός και αν όλο αυτό το τουρλουμπούκι αποδεικνύει την εκκωφαντική απουσία του Πανάγαθου, οπότε ανοίγουμε μια ακόμη πιο βλάσφημη φιλοσοφική συζήτηση. Enough is enough. Αρκετά ζιζάνια σπείραμε για σήμερα.