Στην άχαρη ιστορία των ελληνικών προεκλογικών debates, εκείνο του 2004 ήταν, ίσως, το λιγότερο αξιομνημόνευτο. Κι ας ήταν το πρώτο στο οποίο μετείχαν οι αρχηγοί όλων των κομμάτων –ή μήπως γι’ αυτό ακριβώς; Πέντε αρχηγοί, πέντε δημοσιογράφοι, ερωτήσεις σε θεματικούς κύκλους δίχως δικαίωμα επαναφοράς μιας ερώτησης –μια σειρά βαρετών, αναντίρρητων μονολόγων. Κι εμένα μου είχε κληρώσει να ρωτήσω τον Κώστα Καραμανλή για θέματα κοινωνικής πολιτικής. Αλλά τι να ρωτήσεις τον αρχηγό ενός κόμματος που ετοιμάζεται να κυβερνήσει έπειτα από δέκα χρόνια στην αντιπολίτευση και που, συνεπώς, δεν ελέγχεται παρά μόνον για τις υποσχέσεις του;
Τον είχα ρωτήσει, λοιπόν, κάτι εντελώς ντεμοντέ. Για την επιβάρυνση που θα προέκυπτε στις δαπάνες της υγείας και στα ασφαλιστικά ταμεία, αν εφαρμοζόταν η προεκλογική υπόσχεση της ΝΔ να καταργήσει τη «λίστα φαρμάκων». Εκείνος μου είχε απαντήσει κάτι πιασάρικο για την ελευθερία της επιλογής και την ισότιμη πρόσβαση όλων στη φαρμακευτική θεραπεία. Και ο διάλογος χάθηκε στην υπνηλία της βραδιάς. Τον ανακάλεσα στη μνήμη αυτές τις ημέρες των συζητήσεων για το σκάνδαλο Novartis. Το «μεγαλύτερο από καταβολής ελληνικού κράτους».
Φλασμπάκ. Η «λίστα», ο κατάλογος δηλαδή των φαρμάκων που επιτρέπεται να συνταγογραφηθούν, είχε καθιερωθεί το 1996 ως «εκσυγχρονιστικό μέτρο», με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία. Μια επιστημονική επιτροπή είχε καταρτίσει έναν κατάλογο φαρμάκων –που θα ανανεωνόταν τακτικά –«με αποδεδειγμένη θεραπευτική αξία». Ο στόχος ήταν να ελεγχθεί το φαρμακευτικό κόστος. Οπως έγραφε ο καθηγητής Χ. Μουτσόπουλος, από τον κατάλογο έπρεπε να αποκλειστούν ουσίες που «μόνος σκοπός της κυκλοφορίας τους ήταν ο πλουτισμός του συνταγογραφούντος γιατρού και της εταιρείας που προωθούσε την αντίστοιχη φαρμακευτική ουσία».
Η αντίδραση της φαρμακοβιομηχανίας ήταν πολεμική. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπέκυψε στις πιέσεις και δημιούργησε δευτεροβάθμια επιτροπή που επανεξέταζε τα αποκλεισμένα από τη λίστα φάρμακα. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη από 1,3 δισ. το 2000 είχε ανέβει στα 2,1 δισ. το προεκλογικό 2003 –μια αύξηση ελαφρώς μεγαλύτερη από τη μέση αύξηση στην Ευρώπη. Κι έπειτα ήρθαν οι εκλογές του 2004. Η προεκλογική υπόσχεση της Νέας Δημοκρατίας εκπληρώθηκε. Η λίστα καταργήθηκε, χωρίς να εισαχθεί η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και χωρίς να ρυθμιστεί η εισαγωγή γενοσήμων. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη πέταξε, μέσα σε έξι χρόνια, από 2,1 δισ. σε 5,1 δισ. τον χρόνο. Παγκόσμιο ρεκόρ.
Επιστροφή στο παρόν. Συζητούμε τώρα, με πάθος, για ένα σκάνδαλο. Για τον χρηματισμό γιατρών, την εξαγορά κρατικών υπαλλήλων και την ενδεχόμενη δωροδοκία πολιτικών προσώπων. Δικαίως το συζητούμε, δικαιότατα θυμώνουμε. Δεν συζητούμε, όμως, καθόλου για μια πολιτική επιλογή –την κατάργηση της «λίστας» –που ευλογήθηκε από την ψήφο των πολιτών, εφαρμόστηκε και τα αποτελέσματά της είναι μετρήσιμα. Τα σκάνδαλα είναι γαργαλιστικό θέμα συζήτησης για όλους. Η πραγματική πολιτική –οι πολιτικές επιλογές και οι συνέπειές τους –είναι βαρετό θέμα συζήτησης, για βαρετούς ενηλίκους. Συνήθως αποφεύγεται.
Αποφεύγεται προπάντων για τα χρόνια 2004-2009. Γιατί στα χρόνια αυτά η φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 160%; Γιατί η δαπάνη υγείας αυξήθηκε κατά 70% χωρίς στ’ αλήθεια να γίνουν καλύτερες οι παρεχόμενες υπηρεσίες; Γιατί η μισθοδοσία της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 95%; Γιατί οι κρατικές δαπάνες (χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι των δανείων) αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 22%; Γιατί το χρέος αυξήθηκε, τα χρόνια αυτά, κατά 63%, με διπλάσιο ρυθμό από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Και μόνον να θέτεις τέτοια ερωτήματα είναι σαν να διαπράττεις ιεροσυλία. Είναι σαν να προσβάλλεις το ισχυρότερο πολιτικό ταμπού. Είναι σαν να αμφισβητείς τον Καραμανλή. Το ότι το ταμπού αδικεί προπάντων τον ίδιο τον Καραμανλή είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι πως μένει στο σκοτάδι, εκτός συζήτησης, μια ολόκληρη πολιτική περίοδος, μοιραία και κρίσιμη, από την εμπειρία της οποίας θα έπρεπε κάτι να διδαχθούμε.
Κι όσο αυτή η εμπειρία μένει στο σκοτάδι, σαν μια μαύρη τρύπα στον δημόσιο διάλογο, τόσο όλα όσα ζήσαμε μετά το 2010 μοιάζουν μυστήριο ανεξήγητο. Εργο νεφελίμ. Προδοσία. Και τόσο γυρίζουμε στον ίδιον φαύλο κύκλο. Για κάθε βήμα πολιτικής ενηλικίωσης που κάνουμε, για κάθε βήμα εξορθολογισμού του δημόσιου διαλόγου (σαν αυτό που έφερε η προσαρμογή του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική της υπέρβασης του Μνημονίου διά της εφαρμογής του) κάνουμε δύο βήματα πίσω στις θεωρίες συνωμοσίας και στις ευκολίες της σκανδαλοθηρίας.
Σε καιρούς κρίσης, σε καιρούς διεύρυνσης των ανισοτήτων, η απαξία της πολιτικής διαφθοράς γίνεται, προφανώς, μεγαλύτερη. Η αποκάλυψη και η καταδίκη της είναι προϋπόθεση επιβίωσης της δημοκρατίας. Και, από αυτήν την άποψη, η πλήρης, διαφανής και πειστική εκκαθάριση της υπόθεσης Novartis είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Μα γι’ αυτό ακριβώς είναι έγκλημα αυτή η ανάγκη εκκαθάρισης να θυσιάζεται στον βωμό μιας πολιτικής σκοπιμότητας, ενός παιγνίου πολιτικής κυριαρχίας. Και είναι έγκλημα ακόμη βαρύτερο να γίνεται διάδρομος επιστροφής στην ιδεολογία της αγανακτισμένης πλατείας. Στην ανίκητη πεποίθηση πως τίποτε δεν πήγε στραβά, τίποτε δεν κάναμε λάθος, δεν χρεοκοπήσαμε, απλώς κάπου βάλαμε τα λεφτά και κάποιος τα βρήκε και τα έφαγε…