Εχουμε φτάσει πλέον στο σημείο όπου οτιδήποτε μας προκαλεί χαρά, μας γεμίζει παράλληλα και τύψεις. Οποιος χαίρεται, είναι αναίσθητος τέρμα: πας να μειδιάσεις και το πολιτικώς ορθόν σου κουνάει το δάχτυλο.
Σημειωτέον, δεν μιλάμε για την τρελή χαρά. Τζακ ποτ, ανείπωτες ευτυχίες, μεγάλους έρωτες. Μιλάμε για μικροχαρές. Γκοφρέτες, σινεμά, μια καλημέρα, μια αγκαλιά, πατάτες τηγανητές με αβγά μάτια, μια γάτα που γουργουρίζει, μια λιακάδα, μια βόλτα, ένα χτενάκι για τα μαλλιά. Μικροχαρές: πολύ μικρές κι όμως πολύ χαρές.
Στην Ελλάδα διανύουμε μια ακόμα εβδομάδα με διπολική διαταραχή. Απ’ τη μια μεριά Τούρκοι, Κύπρος, Σκόπια, Novartis κι απ’ την άλλη Βαλεντίνοι, Απόκριες, Καθαρά Δεύτερα. Υπάρχει μια «συνεσταλμένη ευφορία» την οποία και συνωμοτεί το σύμπαν να μας τη βγάλει ξινή. Γιατί όποιος χαίρεται δεν είναι καλός άνθρωπος. Δεν βοηθάει τον διπλανό του. Οποιος χαίρεται, βασανίζει κουτάβια, παρκάρει στη θέση των ΑμεΑ και πετάει τις μπίρες σε λάθος κάδο. Πότε ποινικοποιήθηκε η χαρά, ένας Θεός το ξέρει.
Εδώ κοντέψαμε να ανακηρύξουμε τη γιορτή του Βαλεντίνου Παγκόσμια Ημέρα Εμφύλιου Σπαραγμού. Οποιος τολμούσε να ποστάρει καρδούλες κι αρκουδάκια, κρυβόταν μετά 24 ώρες μην τον πιάσει το αυτόφωρο της πολιτικής ορθότητας.
Αηδίες. Μπορεί εμείς ως γενιά να μην έχουμε σχέση με το σπορ, αλλά χρυσέ μου άνθρωπε, άσε τον άλλον να γιορτάσει τον έρωτα του όπως γουστάρει, διόδια στην καψούρα του θα βάλουμε;
Νιώθουμε ενοχή όταν περνάμε καλά. Προσωπικά, τις Απόκριες από παιδί καθόλου δεν τις ήθελα. Το επιβαλλόμενο κέφι, άλλωστε, έχει κάτι το εξαναγκαστικό: μ’ έπιανε θλίψη στη θέα όλων μας. Βασίλισσες και πειρατές να περιφέρονται με τα στρας, τα πούπουλα, το μπλε μπουφανάκι και το αθλητικό παπούτσι, σκέτη θλίψη. Ομως άλλοι το χαίρονται και πολύ καλά κάνουν.
Να, πάρε εμένα –αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Οσο δεν μου αρέσουν οι Απόκριες τόσο αγαπώ την Καθαρά Δεύτερα. Κάθε χρόνο μαζευόμαστε οι φίλοι, καθένας μαγειρεύει από κάτι, στρώνουμε το καρό τραπεζομάντιλο, πίνουμε το κρασάκι μας και πώς να το πω… θυμόμαστε τους λόγους για τους οποίους αγαπιόμαστε. Να αυτό.
Κι όμως, ακόμα και για την Καθαρά Δευτέρα νιώθω τύψεις. Την ώρα που καταπίνω μια μπουκιά, κάποιος υποφέρει, κάποιος κρυώνει, κάποιος πεινάει, κάποιος πονάει, στο λαιμό μου κάθεται η λαγάνα.
Λοιπόν για να το πω κόσμια, όλα αυτά είναι μαλακίες. «Χαίρομαι» δεν σημαίνει είμαι ένα ρεμάλι που αδιαφορεί για τα δεινά του κόσμου. Οσοι κουνάνε δαχτυλάκια, δεν ξεσκίζονται απαραιτήτως για να συνδράμουν τον πλησίον τους. Μπορεί απλώς να είναι μίζεροι άνθρωποι. Να φθονούν τη χαρά των άλλων, να μην αντέχουν το γέλιο τους. Μπορεί εν τέλει, να θέλουν να περνάμε όλοι χάλια, μόνο και μόνο επειδή αυτοί είναι σκατόψυχοι.
Αυτός που σου τη λέει δεν αποτελεί απαραίτητα και την επιτομή της αλληλεγγύης που θα δώσει την κουβέρτα στον άστεγο. Απλά δεν αντέχει στην ιδέα πως υπάρχουν άνθρωποι που και κουβέρτα δίνουν και σπιτικό χαλβά μοιράζονται με αυτούς που αγαπάνε.
Τελικά το θέμα δεν είναι να νιώθεις ενοχή όταν περνάς εσύ καλά. Το θέμα είναι να νιώθεις ενοχή όταν προσπερνάς όσους δεν περνούν καλά. Κι αντί να τους απλώσεις το χέρι, τους κουνάς το ένα δάχτυλο.
Καλή Σαρακοστή. Και σ’ όποιον δεν αρέσει, ξιδάκι.