«Α, μαντάμ, παραλίγο να το ξεχάσω! Υποθέτω ότι κι εκείνος ο Σαμαράς κάτι μπορεί να πήρε». Κάπως έτσι θα είπε, έχοντας φτάσει σχεδόν στην πόρτα, ο κουκουλοφόρος μάρτυρας που έδωσε κατάθεση το απόγευμα της Κυριακής, όταν τελείωνε το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στην Αθήνα. Την επομένη, με παρόμοιας σοβαρότητας «μαρτυρίες», η μισή πολιτική ηγεσία των αντιπολιτεύσεων θα γίνει στόχος μιας ωμής πολιτικής σκευωρίας. Ενας νέος διχασμός, την ώρα που η Τουρκία μάς θύμιζε πόσο επείγον είναι να γίνουμε «κανονική χώρα» για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες σε μια περιοχή που έχει πάψει να είναι «κανονική». Σκεφτείτε την επόμενη εβδομάδα. Η εικόνα θα είναι σουρεαλιστική: από τη μια η νέα κρίση των Ιμίων και από την άλλη δέκα κάλπες στην ελληνική Βουλή για την παραπομπή της ηγεσίας της αντιπολίτευσης.
Χρειάζεται να αντιδιαστείλουμε ριζικά και απόλυτα το σκάνδαλο Novartis από την πολιτική σκευωρία Τσίπρα – Παπαγγελόπουλου. Ας μην επαναλαμβάνουμε μηχανικά «ναι, υπάρχει σκάνδαλο, αλλά πάνε να το εκμεταλλευτούν κ.λπ., κ.λπ.». Ξέρουμε από τους Αμερικανούς τι συνέβη με τη Novartis. Οπως σε όλες τις χώρες, έτσι και στην Ελλάδα η σκανδαλώδης πλευρά της φαρμακευτικής δαπάνης αφορούσε τον ιατρικό κόσμο και τις φαρμακοβιομηχανίες, στη χώρα μας η σχετική δαπάνη πήρε υπερβολικές διαστάσεις στην περίοδο Καραμανλή που «παραδόξως» μένει έξω από τη δικογραφία, ενώ στη διόγκωση συνέβαλε η απόρριψη των γενοσήμων που επικράτησε χάρη και στις σθεναρές προσπάθειες του αντιπολιτευόμενου τότε ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι ότι η κυβερνητική σκευωρία τείνει να συσκοτίσει το πραγματικό σκάνδαλο μετατρέποντάς το σε δίωξη πολιτικών προσώπων με κουκουλοφόρες μαρτυρίες.
Αλλο λοιπόν το σκάνδαλο, άλλο η πολιτική σκευωρία. Η οποία σκευωρία κορυφώνει μια διάχυτη ανησυχία ενός μέρους των πολιτών για την ποιότητα της δημοκρατίας και τη φθορά των θεσμών επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ενδεικτικό ότι προβλήθηκε ο κίνδυνος «πολωνοποίησης», συνώνυμος με τον επιστημονικότερο όρο illiberal democracy (μη φιλελεύθερη δημοκρατία). Με αυτόν αναλύουμε τις αυταρχικές τάσεις που αναπτύσσονται σε διάφορες χώρες, με αιχμή την Πολωνία και την Ουγγαρία. Τα συμπτώματα είναι γνωστά. Οι κυβερνήσεις περιορίζουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και χρησιμοποιούν εγκάθετους δικαστές. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης μετατρέπονται σε μηχανισμούς κυβερνητικής προπαγάνδας. Φίλα προσκείμενοι «ολιγάρχες», εδώ τους λέμε «διαπλεκόμενους», βοηθούνται από την κυβέρνηση να ελέγξουν ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης. Καλλιεργείται ένα κλίμα πολιτικής συνωμοσιολογίας που στρέφεται εντέχνως εναντίον των αντιπάλων και των «ελίτ». Επιβάλλεται ένα ύφος πολιτικής επιθετικό, ανενδοίαστο, κυνικό, που στοχεύει στη διατήρηση της εξουσίας και στον αυξανόμενο έλεγχό της. Ονόματα όπως Ορμπαν και Καζίνσκι έχουν προσωποποιήσει το νέο φαινόμενο. Είναι εύκολο να υπαγάγουμε ορισμένες πρακτικές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε αυτή την κατηγορία. Χρησιμοποίησαν όλα αυτά τα εργαλεία με καθεστωτική λογική για να δομήσουν την αντιμνημονιακή πλειοψηφία σε σταθερή εκλογική βάση. Το πιο επικίνδυνο είναι ασφαλώς η προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης. Ομως με την υπό εξέλιξη σκευωρία κατά των πολιτικών της αντιπάλων έκαναν ένα ποιοτικό άλμα που είναι αμφίβολο αν μπορούν να το ελέγξουν.
Γιατί η Ελλάδα δεν είναι ούτε Ουγγαρία ούτε Πολωνία, η κοινωνία μας έχει μεγαλύτερες αντιστάσεις και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τη δύναμη των εκεί αυταρχικών ηγετών. Μπορεί να φθείρει τους θεσμούς, μπορεί να υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί. Μάλιστα, οι πρακτικές που παραπέμπουν σε illiberal democracy πηγάζουν πλέον από την αδυναμία παρά από τη δύναμή του. Πράγματι, ο τρόπος που πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά από την ασυνάρτητη πλέον πολιτική του ταυτότητα και στρατηγική. Οποια κυβερνητική πολιτική ξεκίνησε από θέματα της δικής του παραδοσιακής φυσιογνωμίας, του Συνασπισμού δηλαδή του 5%, ναυάγησε, με εξαίρεση τις διαφυλικές ταυτότητες. Η αρχική φιλομεταναστευτική κουλτούρα κατέληξε στα γκουλάγκ των μεταναστών στα νησιά του Αιγαίου. Η διαλαλούμενη επί χρόνια εξυγίανση του χώρου των ΜΜΕ κατέληξε στη δημιουργία ενός νέου συστήματος διαπλοκής εξαιρετικά σκοτεινού και εθνικά επικίνδυνου. Η αρχική επιλογή για λύση του Κυπριακού με θετικό συμβιβασμό των δύο κοινοτήτων τορπιλίστηκε και από το εσωτερικό του. Η επίλυση του Μακεδονικού που εντασσόταν επίσης στη δική του παράδοση θα παρασυρθεί κατά πάσα πιθανότητα από τα λασπόνερα της νέας πολιτικής όξυνσης. Η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία, παραδοσιακή θέση της ανανεωτικής Αριστεράς, αφέθηκε στο έλεος του ψεκασμένου εταίρου και η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η μόνη στην Ευρώπη της οποίας ο υπουργός Αμυνας περιφέρεται με στρατιωτική στολή και εκτός της Αποκριάς. Τι έμεινε; Η πιστή εφαρμογή των Μνημονίων σαν διαφημιστικό χαρτί προς τους δανειστές και η ατραξιόν ενός εξημερωμένου πρώην «ριζοσπάστη» στα ευρωπαϊκά σαλόνια της σοσιαλδημοκρατίας τύπου Μοσκοβισί. Προς δόξαν της αντιμνημονιακής ταυτότητας, εκείνης δηλαδή που έκανε πλειοψηφικό ρεύμα τον ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργό τον Τσίπρα.
Πολλές λοιπόν οι αποτυχίες, πολλές οι οβιδιακές μεταμορφώσεις, κι επομένως μεγάλες οι ανάγκες διατήρησης κάποιας συνοχής της εναπομείνασας εκλογικής βάσης. Μαζικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει πλέον, και τα παλιά αριστερά στελέχη του που ακόμα κυριαρχούν στις οργανώσεις δεν βρίσκονται πάντα σε συντονισμό με την ευρύτερη πελατεία του κόμματος παλαιοπασοκικής κατά πλειοψηφία προέλευσης και πάντως εθνικολαϊκιστικής νοοτροπίας. Ετσι ενεργοποιείται από την ηγεσία και τον Τσίπρα προσωπικά η συνεχής πόλωση ως μέσο διαμόρφωσης αρνητικής ταυτότητας μέσω του εκάστοτε εχθρού. «Ή εμείς ή αυτοί». Γιατί «εμείς» δεν είμαστε τίποτε άλλο από όσα η εχθρότητα προς «αυτούς» μας χαρακτηρίζει. Δεν πρόκειται τόσο για την παραδοσιακή πόλωση που ενδημούσε στην εθνική πολιτική ζωή ούτε για σύγκρουση «δύο κόσμων» –άλλωστε τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μια χαρά βολεύονται στον έναν και υπαρκτό κόσμο της εξουσίας. Μοιάζει περισσότερο με μεταμοντέρνου χαρακτήρα tribal politics, όπου η αλληλεγγύη της «φυλής», των συριζανελιτών εν προκειμένω, επειδή δεν έχει επαρκή προγραμματικό και πολιτικό έρμα, πρέπει να αναθερμαίνεται κατά διαστήματα με ενέργειες έντονου συμβολικού και συναισθηματικού περιεχομένου. Μια μορφή πολιτικής που δεν χρειάζεται τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, αλλά τον Τάκη Τσουκαλά και «άντε γεια». Αυτός είναι ο τρόπος διακυβέρνησης Τσίπρα. Εκτός από την εφαρμογή των Μνημονίων, όλα τα άλλα ζητήματα ανοίγουν υπό τη μορφή θεαματικών εντάσεων (τηλεοπτικές άδειες, Σκοπιανό, Κυπριακό, επίσκεψη Ερντογάν) για να μη μείνει συνήθως τίποτα πέρα από την ένταση.
Τελικά, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν απειλεί τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου γιατί δεν έχει τη δύναμη να το κάνει. Σίγουρα τα υποβαθμίζει αμφότερα. Κυρίως όμως υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης της χώρας, με δυσθεώρητο εθνικό και κοινωνικό κόστος. Η τραγικότερη και απειλητικότερη όψη της κρίσης είναι ότι μετά περίπου δέκα χρόνια βρισκόμαστε με ένα πολιτικό σύστημα χειρότερο από πριν. Με καθοριστική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τους επόμενους μήνες θα δούμε αν η Ελλάδα θα μπει σε νέες περιπέτειες λόγω της αφροσύνης των κυβερνώντων που άνοιξαν ένα σπιράλ πολιτικής σκευωρίας και αποσταθεροποίησης, τη στιγμή που χρειαζόταν συντεταγμένη πορεία για την έξοδο από τα Μνημόνια. Θα δούμε αν ο τρόπος διακυβέρνησης Τσίπρα γίνεται καταστροφικός σε μια εποχή αναταραχών στις διεθνείς αγορές. Και ελπίζουμε να μη δούμε τους ανέμους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου να χτυπούν απότομα τη χώρα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου