Επιστήμονες στις ΗΠΑ ανακάλυψαν μια νέα γονιδιακή μετάλλαξη που περνά από τον πατέρα στην κόρη και πιθανώς αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών.
Είναι η πρώτη φορά που προκύπτουν ενδείξεις ότι ο γενετικός κίνδυνος για τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου, ο οποίος είναι συχνότερος μετά την εμμηνόπαυση, είναι δυνατό να κληροδοτηθεί και από τον πατέρα, εκτός από τη μητέρα.
Πρόκειται για ένα γονίδιο που υπάρχει στο ανδρικό χρωμόσωμα Χ και είναι ανεξάρτητο από άλλα ήδη γνωστά γονίδια όπως το BRCA που αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Κέβιν Ενγκ του Ινστιτούτου Καρκίνου Ρόζγουελ Παρκ της νέας Υόρκης, που ανέλυσαν το γονιδίωμα 186 ασθενών και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής “PLoS Genetics”, σύμφωνα με το BBC και τη βρετανική Telegraph, δήλωσαν ότι θα χρειασθούν περαιτέρω έρευνες για να επιβεβαιώσουν τη λειτουργία του εν λόγω γονιδίου (MAGEC3).
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα, είναι να βεβαιωθούμε ότι έχουμε το σωστό γονίδιο, αναλύοντας το γονιδίωμα και άλλων οικογενειών. Σε μια οικογένεια πάντως με τρεις κόρες που όλες έχουν καρκίνο των ωοθηκών, είναι πιθανότερο αυτός να οφείλεται στις μεταλλάξεις του χρωμοσώματος Χ, παρά στις μεταλλάξεις του γονιδίου BRCA», ανέφερε ο δρ Ενγκ.
Σήμερα, οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ελέγχονται για το γονίδιο BRCA (γνωστό και ως γονίδιο της Αντζελίνα Τζολί), το οποίο κληροδοτείται από τη μητέρα και αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών. H μετάλλαξη του BRCA 1 δίνει σε μια γυναίκα πιθανότητα 40% έως 50% να εκδηλώσει καρκίνο των ωοθηκών κάποια στιγμή στη ζωή της.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι ο καρκίνος των ωοθηκών που οφείλεται στο πατρικό γονίδιο, μπορεί να εκδηλωθεί νωρίτερα (έως και έξι χρόνια), από ό,τι ο καρκίνος που συνδέεται με το μητρικό γονίδιο BRCA.
Η συγκεκριμένη μορφή καρκίνου θεωρείται επικίνδυνη, επειδή τα συμπτώματα δεν γίνονται αισθητά, παρά μόνο όταν οι όγκοι έχουν εξαπλωθεί από τις ωοθήκες σε άλλα σημεία του σώματος. Το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης μετά από τη διάγνωση καρκίνου των ωοθηκών προσεγγίζει το 50%.