Οι καταθέσεις των τριών ανώνυμων μαρτύρων οι οποίες εμπεριέχονται στη δικογραφία που απεστάλη στη Βουλή για την υπόθεση Novartis είναι άκυρες για τους ακόλουθους λόγους:
1. Ο ν. 4254/ 2014 έδωσε τη δυνατότητα –μέσω προφανώς εισαγγελικής διάταξης –να υπάγονται στο καθεστώς των προστατευμένων μαρτύρων ένεκα πιθανολογούμενων πράξεων εκφοβισμού ή αντεκδίκησης «και άλλα πρόσωπα» τα οποία συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των εγκλημάτων της δωροδοκίας και της δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων. Αυτό σημαίνει περαιτέρω το εξής: Στην ανωτέρω εισαγγελική διάταξη η οποία χορηγεί το καθεστώς «προστασίας» είναι αναγκαίο να εμπεριέχονται τα πραγματικά γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία αποκαλύπτονται αφενός μεν οι συγκεκριμένες πράξεις εκφοβισμού των προσώπων αυτών, αφετέρου δε ο τρόπος με τον οποίο τα ίδια τούτα πρόσωπα συνέβαλαν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των αδικημάτων τα οποία καταγγέλλουν. Αυτές οι προϋποθέσεις απαιτούνται από το άρθρο 139 του ΚΠΔ . Ομως στο φάκελο που διαβιβάστηκε στη Βουλή δεν υπάρχει καμία τέτοια αιτιολογημένη εισαγγελική διάταξη.
Απλώς στις εκθέσεις των καταθέσεων των τριών ανώνυμων μαρτύρων ενώπιον της Εισαγγελέως Διαφθοράς μνημονεύονται αριθμητικά οι διατάξεις 12/2017, 13/2017 και η 1/2018 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών (!) με τις οποίες χορηγήθηκε στα πρόσωπα τούτα το καθεστώς προστασίας που προβλέπει το άρθρο 9 του ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις («Βήμα, 18/2/2018»). Ομως με αυτό τον τρόπο εκκολάπτεται η απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ για προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, αφού τα πολιτικά πρόσωπα (πρώην υπουργοί και πρωθυπουργοί) στα οποία αποδίδονται από τους ανώνυμους μάρτυρες κάποια σοβαρά εγκλήματα δεν θα έχουν τη δικονομική δυνατότητα να ελέγξουν, εάν αιτιολογημένα χορηγήθηκε το καθεστώς της «προστασίας» στα παραπάνω πρόσωπα. Και υπό αυτή την έννοια δεν θα έχουν πρόσβαση σε όλο το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας πριν δώσουν τις δικές τους «εξηγήσεις» στην προκαταρκτική εξέταση , όπως απαιτεί το άρθρο 31 του ΚΠΔ (παραδοχή φυσικά η οποία ισχύει και για το αντίστοιχο διαδικαστικό στάδιο που θα ενεργοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο για την ποινική ευθύνη των υπουργών).
Γεγονός που καθιστά όχι μόνο άκυρη τη χορήγηση του καθεστώτος της «προστασίας» , αλλά άκυρες και τις καταθέσεις των επίμαχων αυτών προσώπων .
2. Η ανωτέρω παραδοχή περί ακυρότητας ενισχύεται μάλιστα και από το γεγονός ότι το καθεστώς προστασίας χορηγήθηκε με διατάξεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ( δηλαδή με διατάξεις ενός κατώτερου εισαγγελικού λειτουργού). Όμως μετά τη ψήφιση του άρθρου 76 του ν. 4139 2013 ο Εισαγγελέας Διαφθοράς απέκτησε την αποκλειστική υλική αρμοδιότητα για να διατάσσει τέτοια επαχθή δικονομικά μέτρα.
Και την ίδια φιλοσοφία είχε και ο ν. 4254/2014 . Δηλαδή επεξέτεινε στο εγκλήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων το καθεστώς προστασίας , όχι μόνο στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος , αλλά και σε «άλλα πρόσωπα» υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα συμφωνούσε και ο αρμόδιος για τη Διαφθορά αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου! Τέτοια όμως έγκριση του αντεισαγγελέα του ΑΠ δεν υπάρχει στη δικογραφία και σε κάθε περίπτωση μόνο με αυξημένες δικονομικές εγγυήσεις μπορεί να επιτρέπεται η ενοχλητική κατάθεση «ανώνυμων μαρτύρων» ! Διαφορετικά παράγεται η απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ. του ΚΠΔ.
Και εφόσον δεν υφίστανται οι ανωτέρω αυξημένες δικονομικές εγγυήσεις είναι προφανές ότι οι βουλευτές μπορούν να ζητήσουν την άρση του καθεστώτος προστασίας των τριών μαρτύρων.
Επομένως, η σημαντική υπόθεση Novartis πρέπει να διερευνηθεί με δικαιοκρατικό τρόπο!
Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής Νομικής Σχολής του ΑΠΘ kalfelis@law.auth.gr