Η Οπερα του Παρισιού τον επόμενο χρόνο συμπληρώνει 350 έτη λειτουργίας αλλά αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου ανανεώνοντας τον κύκλο των νεαρών ακροατών της. «Ο μεγαλύτερος εχθρός της Οπερας είναι η ρουτίνα» δηλώνει ο διευθυντής του παρισινού οργανισμού Στεφάν Λισνέρ στους «New York Times» δείχνοντας προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Πρόσφατα μάλιστα, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του καλλιτεχνικού προγράμματος για τη σεζόν 2018-19, η Οπερα του Παρισιού δεν κάλεσε σε κλειστή συνέντευξη Τύπου τη συνηθισμένη ομάδα των διαπιστευμένων δημοσιογράφων. Αντιθέτως, η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο εμβληματικό οικοδόμημα της Οπερας, το Παλαί Γκαρνιέ, σε πιο ανοιχτό κύκλο μεταξύ των οποίων ήταν και 200 νέοι κάτω των 28 ετών.
Η παρουσία τους αποδεικνύει τα λεγόμενα του διευθυντή. Ο μέσος όρος του κοινού στις παραστάσεις στο Παρίσι είναι 45-48 ετών για την όπερα και 43 ετών για το μπαλέτο. Αντίστοιχα, η ηλικία του κοινού ανεβαίνει στα 58 χρόνια για τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, τα 54 για την Κρατική Οπερα του Βερολίνου και μεταξύ 65 και 72 χρόνων για την Γκραντ Οπερα του Χιούστον στο Τέξας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εγγεγραμμένων μελών της, η Οπερα του Παρισιού απολαμβάνει την επιτυχία να έχει αποκτήσει 95.000 μέλη η ηλικία των οποίων πέφτει κάτω από τα 28 έτη. Σημαντική λεπτομέρεια: την περασμένη σεζόν είχε αύξηση 10% στις πωλήσεις εισιτηρίων στην αντίστοιχη ηλικιακή κατηγορία.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ. Αυτό οφείλεται στην πολιτική που εφάρμοσε ο Λισνέρ, ο οποίος κατέχει τη θέση του γενικού διευθυντή από το 2014. Και η πολιτική αυτή δεν είναι άλλη από το να προσελκύει νεαρότερο κοινό με μειωμένες τιμές στα εισιτήρια των παραστάσεων όπερας και χορού. Το υπόλοιπο από το ποσό που χρειαζόταν ο διευθυντής για να συμπληρώσει τον προϋπολογισμό του καλλιτεχνικού της προγραμματισμού καλύπτεται από ιδιωτικές χορηγίες, εταιρικές επιχορηγήσεις αλλά και από το καταπίστευμα ιδρυμάτων. Ο Λισνέρ καθιέρωσε μάλιστα πρεμιέρες για νέους κάτω των 28 ετών με χαμηλό εισιτήριο 10 ευρώ. Μια ιδέα που απέφερε τελικά πωλήσεις 30.000 εισιτηρίων ειδικής τιμής. Μάλιστα σε αυτές τις πρεμιέρες με χορηγό το ίδρυμα της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas το κοινό που παρακολουθεί όπερα για πρώτη φορά φτάνει το 56%. Επίσης τέσσερις παραστάσεις στη διάρκεια της καλλιτεχνικής περιόδου απευθύνονται με φτηνά εισιτήρια σε οικογένειες που παρακολουθούν όπερα για πρώτη φορά. Εξίσου ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία στην πολιτική προσέλκυσης νεανικού κοινού είναι οι θέσεις. Η χαμηλή τιμή των εισιτηρίων δεν αποκλείει τους κατόχους τους από τη διακεκριμένη και ακριβή ζώνη με καλή ορατότητα της σκηνής. «Νομίζω ότι ήταν λάθος να εστιάσει η Οπερα για πολλά χρόνια σε αρκετές παραγωγές που απαιτούσαν καθαρά φωνητικές επιδόσεις. Οι σημερινοί θεατές αναζητούν κάτι περισσότερο από αυτό. Θέλουν να βιώσουν κάτι θεατρικό. Αυτό φέρνει τους νέους στην όπερα» λέει ο Λισνέρ. Και αναφέρει λυρικές παραγωγές τις οποίες σκηνοθέτησαν οι σύγχρονοι σκηνοθέτες Ιβο Βαν Χόφε, Ρομέο Καστελούτσι, Κριστόφ Βαρλικόφσκι (γνωστοί όλοι από τις παραστάσεις τους στο Φεστιβάλ Αθηνών).
Ανάμεσα στις προσπάθειες επέκτασης του κοινού της, η Οπερα του Παρισιού έχει διαμορφώσει και άλλες συνεργασίες με σημαντικούς γαλλικούς πολιτιστικούς φορείς, όπως το Μουσείο Ορσέ, το Μπομπούρ και την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Από αυτές τις συνεργασίες η έκθεση «Ο Ντεγκά στην Οπερα» στο Μουσείο Ορσέ τον Σεπτέμβριο του 2019 αναμένεται να οδηγήσει τους επισκέπτες της και στους χώρους της Οπερας.