Τους βλέπουμε, τους προσπερνάμε, τους συνηθίσαμε. Ενίοτε φωτογραφίζουμε και τα αυτοσχέδια «νοικοκυριά» τους και αναρτάμε τις φωτογραφίες στο Διαδίκτυο, εγείροντας τη συγκίνηση και αλιεύοντας likes –κυρίως αναγνώρισης της ευαισθησίας του αναρτώντα και λιγότερο συμπάθειας για τον αναξιοπαθούντα. Είναι τα «φαντάσματα» της κρίσης που κουρνιάζουν κάτω από σκέπαστρα και στις εσοχές των μεγάλων κτιρίων. Οι άστεγοι που αυξήθηκαν δραματικά την τελευταία δεκαετία ενώ, σύμφωνα με τη Feantsa (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Οργανισμών για την έλλειψη στέγης) ένας στους εβδομήντα κατοίκους της Αττικής ζει στον δρόμο ή σε πολύ κακές, ακατάλληλες και ανασφαλείς στεγαστικές συνθήκες. Το σπίτι ως έννοια είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από τέσσερις τοίχους με μια στέγη από πάνω. Είναι ένα θεμελιώδες στην αστική δημοκρατία δικαίωμα που κάνει τον πολίτη κοινωνικό ον. Το ανέστιος εμπεριέχει και τη διάσταση του απόκληρου της κοινωνίας. Δικαίως ή αδίκως, έτσι συμβαίνει. Και οι ανέστιοι στην Ελλάδα του 2017 (πάνω από 40.000 σύμφωνα με επίσημη καταγραφή όσων έχουν καταφύγει σε κοινωνικές δομές) δεν έχουν ούτε τον ακανθώδη ρομαντισμό της Σαντρίν Μπονέρ στην ταινία της Ανιές Βαρντά «Δίχως στέγη, δίχως νόμο» (1985) ούτε τα χαρακτηριστικά των παριζιάνων κλοσάρ. Δεν είναι πλέον, όπως προ κρίσης, μόνο χρήστες ουσιών ή άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα. Είναι κι αυτοί που τα αδιέξοδα μιας μέχρι πρότινος κανονικής ζωής τούς έβγαλε στο περιθώριο της στρωμένης κάτω από ένα υπόστεγο κουβέρτας. Της επιβίωσης ανάμεσα σε βρεγμένες σακούλες. Της καλοσύνης των ξένων.
Αν, ενδεικτικά, τα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων στα οποία καταφεύγουν καθημερινά 26.000 άτομα –στη συντριπτική τους πλειοψηφία άστεγοι –ανακουφίζουν την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, το πρότζεκτ του περιοδικού «Σχεδία» (στο οποίο επιστρατεύτηκαν πολλοί διάσημοι Ελληνες) τούς εξασφαλίζει κάτι εξ ίσου σημαντικό. Την έστω μερική κοινωνική επανένταξή τους. Και αυτό μας αφορά όλους. Διότι στην ουσία το πρόβλημα των ανέστιων είναι πρόβλημα της σύγχρονης δημοκρατίας. Δηλαδή, δικό μας.