Με αφορμή την πρωτόδικη καταδίκη του δημοσιογράφου Ανδρέα Παπαδόπουλου, οφείλουμε να επιδώσουμε τα συγχαρητήριά μας στη Χρυσή Αυγή για μία ακόμη νίκη στον άοκνο αγώνα της να διατηρήσει καθαρό το όνομά της από συκοφαντίες πανταχόθεν. Δεν έχουμε εσωτερική πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στη ναζιστική οργάνωση, αλλά μπορούμε με τα μάτια της φαντασίας μας να αντικρίσουμε τον Νίκο Μιχαλολιάκο, τον Χρήστο Παππά, τον Ηλία Κασιδιάρη ή κάποιο από τα άλλα πρωτοκλασάτα λεβεντόπαιδα να κυλιέται στο πάτωμα από τα γέλια, όπως λένε ότι κυλιόταν επί ώρα και ο Μάο Τσετούνγκ, όταν έμαθε πως ο Ρίτσαρντ Νίξον πρόκειται να εκπέσει του προεδρικού του αξιώματος λόγω τηλεφωνικών υποκλοπών. Σημειωτέον ότι ο αμερικανός πρόεδρος λίγο καιρό νωρίτερα είχε βομβαρδίσει ανηλεώς την Καμπότζη, με πιθανολογούμενο αριθμό νεκρών αμάχων γύρω στο μισό εκατομμύριο. Μονάχα ένας από τους κορυφαίους μαζικούς δολοφόνους στην Ιστορία όπως ο πρόεδρος Μάο (με τον Χίτλερ και τον Στάλιν να συμπληρώνουν την τριάδα στο βάθρο) ήταν σε θέση να εκτιμήσει δεόντως εν προκειμένω το αμερικανικό μαύρο χιούμορ.
Πάντα με τα μάτια της φαντασίας μας (και ζητάμε ταπεινά συγγνώμη εάν τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά) μπορούμε να δούμε και τον φίρερ-μπρελόκ να συγχαίρει με τη σειρά του το νομικό τμήμα της οργάνωσης ως μια ελάχιστη δικαίωση της σοφής τακτικής που το τμήμα εφαρμόζει ευλαβικά τα τελευταία χρόνια. Εικάζουμε ότι αυτή η τακτική συνίσταται στην αποφυγή μήνυσης ή αγωγής εναντίον οιουδήποτε υπενθυμίζει τη ναζιστική ταυτότητα της Χρυσής Αυγής για δύο προφανέστατους λόγους. Πρώτον, δεν χρειάζεται να εστιάσει πάλι η κοινή γνώμη τη δημόσια συζήτηση στους σκελετούς που τόσο μεθοδικά κι επίμονα προσπαθεί η οργάνωση να κρύψει στη ντουλάπα της. Δεύτερον, από τότε που κυριάρχησε στην καθημερινότητά μας αυτό το μαραφέτι του Βελζεβούλ, το Διαδίκτυο, μπορεί ο καθένας να γκουγκλάρει τα ονόματα των χρυσαυγιτών αρχηγίσκων δίπλα στα ονόματα των πρωταγωνιστών του Τρίτου Ράιχ και να κατεβάσει αυθωρεί εγκώμια, παιάνες και μοιρολόγια που θα ραγίσουν και την πιο σκληρή αντιφασιστική καρδιά.
Απλά πράγματα –θα τους είπαν οι δικηγόροι: όποιον θα σας προσάψει τη ρετσινιά του ναζιστή, εσείς θα τον αντιμετωπίσετε με το καρτερικό μειδίαμα του Βούδα. Δεν θα παίξετε μπάλα στο γήπεδο όπου θα χάσετε. Ωστόσο, εάν κάποιος από τους πολιτικούς σας αντιπάλους έχει την ατυχή έμπνευση να σας αποκαλέσει «νταβατζήδες», «σκατόψυχους», «ανθρώπους της νύχτας» ή «συμμορίτες», θα του τραβήξετε μια μήνυση ή/και μια αγωγή να γλείφει τα δάχτυλά του. Το δικαστήριο θα καμωθεί ότι δεν κατάλαβε πως δεν πρόκειται για κυριολεξία ή πως δεν αφορούσε συλλήβδην όλους τους οπαδούς της οργάνωσης κι έτσι εσείς θα μεταλλάξετε εύκολα και ανέξοδα μια πολιτική καταγγελία για ένα ναζιστικό κόμμα σε συκοφαντική δυσφήμηση μιας πτωχής πλην τίμιας εθνικιστικής οργάνωσης. Οι ιστοσελίδες σας κατόπιν, οι εφημερίδες σας, ολόκληρος ο προπαγανδιστικός σας μηχανισμός, θα πάρουν την απόφαση του δικαστηρίου και θα τη μοστράρουν ως «δικαίωση της Χρυσής Αυγής» γενικώς και αορίστως, ώστε τα αμνοερίφια που σας ακολουθούν να μείνουν με την εντύπωση ότι κάποιος σας κατηγόρησε ως ναζιστές και καταδικάστηκε ως συκοφάντης. Με έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια. Ούτε ο Γκέμπελς δεν θα το σχεδίαζε καλύτερα. Ασφαλώς, η σοφή τακτική αποδίδει καρπούς μονάχα με μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση. Με μια Δικαιοσύνη που εθελοτυφλεί. Μια χώρα που εθελοτυφλεί. Ξέρετε. Το σύνδρομο της Βαϊμάρης. Πολίτες που αποφασίζουν ότι δεν θέλουν να βλέπουν και, ως διά μαγείας, όσα δεν βλέπουν, δεν υφίστανται. Εθελόδουλοι πολίτες μιας δημοκρατίας που αυτοκτονεί.