Σε κλοιό πιέσεων παραμένουν τα ελληνικά ομόλογα, στον απόηχο της παρέμβασης Ντράγκι στο Eurogroup της Δευτέρας αναφορικά με το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Την ίδια ώρα αναλυτές προειδοποιούν πως η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ήταν «μόνο το ορεκτικό και όχι το κυρίως πιάτο».
Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων έκαναν άλμα 2,85% χθες φτάνοντας στο 4,373% από 4,252% την Καθαρά Δευτέρα, όταν στο Eurogroup οι επισημάνσεις του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για την ανάγκη επιτάχυνσης των πλειστηριασμών ακινήτων αλλά και την ανοδική κίνηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων προκαλούσαν την «έκρηξη» του Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Αρμόδιες πηγές δεν θέλησαν χθες να δώσουν περαιτέρω έκταση στο «θερμό επεισόδιο», αποσυνδέοντας τις επισημάνσεις Ντράγκι με ενδεχόμενη προσπάθεια της ΕΚΤ να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να υποβάλει αίτημα λήψης προληπτικής γραμμής πίστωσης μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος. Το κεφάλαιο αυτό, επί του παρόντος τουλάχιστον, φαίνεται να έχει κλείσει.
Η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα ζητήσει προληπτική γραμμή πίστωσης, οι δε δανειστές φέρονται διατεθειμένοι να αφήσουν τη χώρα να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στις αγορές υπό κλοιό ενισχυμένης επιτήρησης και με την ενεργοποίηση ενός υβριδικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων .
Στο μοντέλο αυτό, εφόσον κλειδώσει τον ερχόμενο Ιούνιο με την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, τα ελληνικά ομόλογα δεν θα γίνονται αποδεκτά από την ΕΚΤ ως ενέχυρα για δανεισμό των ελληνικών τραπεζών ενώ κλείνουν οριστικά και οι πύλες ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το οποίο βαίνει προς ολοκλήρωση.
Σε ένα περιβάλλον ομαλών εξελίξεων στις αγορές η ύπαρξη ενός «μαξιλαριού ασφαλείας» της τάξεως των 19 δισ. ευρώ προβλέπεται από αναλυτές ότι μπορεί να απορροφήσει βραχυπρόθεσμους κραδασμούς.
Οι προβληματισμοί όμως ενισχύονται στην περίπτωση επιβεβαίωσης των αναλυτών εκείνων που βλέπουν δραστική αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων ξεκινώντας από τις ΗΠΑ και επηρεάζοντας βεβαίως την ευρωζώνη και πολύ εντονότερα τον αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα.
Σε δημοσίευμά του το αμερικανικό δίκτυο CNBC προειδοποιεί για τον κίνδυνο οι αγορές να βιώσουν κάτι που έχει να συμβεί πολλές δεκαετίες: την είσοδο των αποδόσεων των ομολόγων σε ανοδικό κύκλο. Σύμφωνα με την ανάλυση της Louise Yamada Technical Research Advisors, από τον Σεπτέμβριο του 1981, όταν η απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου άγγιξε το ιστορικό υψηλό του 15,84%, ακολουθώντας μια σταδιακή πτωτική πορεία υποχώρησε στο χαμηλό του 1,36% τον Ιούλιο του 2016. Εκτοτε η καθοδική πορεία έχει σπάσει και προβλέπεται να φτάσει σύντομα το 3% (χθες στο 2,908%), σημείο το οποίο καθορίζει κατά τους αναλυτές την έναρξη ενός νέου ανοδικού κύκλου.
Ισχυρές αναταράξεις στις διεθνείς αγορές με φόντο τις υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων προβλέπει και η Morgan Stanley τονίζοντας πως η πρόσφατη βίαιη διόρθωση ήταν απλώς ένα «ορεκτικό», μια πρώτη γεύση και ο οδηγός για την επόμενη μεγάλη αναταραχή «θα είναι τα υψηλότερα επιτόκια τα οποία θα αφήσουν τις μετοχές μόνες να αντιμετωπίσουν τους αντίθετους ανέμους».
Κίνδυνοι
Σε αυτό το πλαίσιο, αναλυτές επισημαίνουν τους κινδύνους για το εγχείρημα «αυτοδύναμης» εξόδου της Ελλάδας στις αγορές μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, ιδίως εάν στο μεταξύ δεν έχει μεσολαβήσει μια δραστική ελάφρυνση του χρέους.
Ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, με συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα «Bild», σημείωσε ότι η ΕΕ μπορεί να προχωρήσει με την ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα, ακόμα και εάν δεν συμμετάσχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Με τα σημερινά δεδομένα, η μη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα θα σήμαινε ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις δραστικής ελάφρυνσης του χρέους που έχει θέσει το ΔΝΤ για να ενεργοποιήσει το πρόγραμμά του. Αυτό με τη σειρά του θα σήμαινε πως το Ταμείο δεν θα βάλει τη σφραγίδα βιωσιμότητας στο ελληνικό χρέος, σχεδόν προδιαγράφοντας περιπέτειες για την ελληνική οικονομία μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος χωρίς την ύπαρξη προληπτικού πλαισίου στήριξης.
Το τοπίο θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει στο Eurogroup της 12ης Μαρτίου όταν αναμένεται να συζητηθούν οι πρώτες ιδέες μελλοντικής διευθέτησης του χρέους σε συνάρτηση με νέες δεσμεύσεις.