Με το πλήρες άνοιγμα του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων, ισοδυναμεί η έγκριση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του προεδρικού διατάγματος του υπουργού Υγείας.
Οι ανώτατοι δικαστές έκριναν ότι το επίμαχο προεδρικό διάταγμα είναι συνταγματικό, εκτός από μία παράγραφο που αφορά τη συμμετοχή των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων.
Συγκεκριμένα, το σχέδιο του διατάγματος περί της απελευθέρωσης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού είχε κατατεθεί στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία , καθώς σε αυτό καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, κ.λπ. για τη χορήγηση άδειας σε:
1) Φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού,
2) Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού (ιδιώτες μη φαρμακοποιοί ) και
3) Συνεταιρισμούς μέλη της «Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδας».
Με γνωμοδότηση του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αθανάσιο Ράντο και εισηγήτρια την πάρεδρο Θεοδώρα Ζιάμου, κρίθηκε ότι είναι σύμφωνοι με το άρθρο 5 του Συντάγματος οι εισαγόμενοι με το σχέδιο διατάγματος «περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών και την επιχειρηματική ελευθερία των ιδιωτών – μη φαρμακοποιών, όσον αφορά την υποχρεωτική επιλογή εταιρικής μορφής και τη συμμετοχή στη σύνθεση του εταιρικού κεφαλαίου των φαρμακευτικών ΕΠΕ, με κριτήριο την επαγγελματική ιδιότητα των συμμετεχόντων».
Μάλιστα, σημειώνεται στην γνωμοδότηση, ότι η επίμαχη ρύθμιση κρίθηκε «αναγκαία για την αντιμετώπιση των φαινομένων της υπερκατανάλωσης φαρμάκων, της τεχνητής ζήτησης φαρμάκων και της προώθησης των μη γενοσήμων φαρμάκων, που προκαλούν αύξηση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης και υπέρμετρη επιβάρυνση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εκτιμάται από τα ως άνω κείμενα ότι δύνανται να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, και στο μονοπώλιο του εμπορίου φαρμάκων εκ μέρους του κλειστού επαγγελματικού κύκλου των φαρμακοποιών.
Η άρση του εν λόγω μονοπωλίου θεωρείται ότι θα συμβάλει στη διαμόρφωση από την ίδια την αγορά τόσο της προσφοράς και της ζήτησης των φαρμάκων, όσο και της ποιότητας των παρεχόμενων φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών».