«Μαζί Ή τίποτα»: Η Κάτια περιμένει τη σειρά της να καταθέσει στο δικαστήριο. Εχουν προηγηθεί μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας, εξευτελιστικές ερωτήσεις από τον δικηγόρο της αντίπαλης μεριάς και νύχτες που περνούν αργά, βυθισμένες στην οδύνη και τη ματαιότητα. Κι εκείνη, στέκεται ακλόνητη και ακούει τον ιατροδικαστή που περιγράφει, με κλινική ψυχρότητα, τις τελευταίες στιγμές του συζύγου και του μονάκριβου παιδιού της, που χάθηκαν από τα θραύσματα μιας βόμβας «φυτεμένης» εκεί από ένα ζευγάρι νεοναζιστών.
Δεν έχει προηγηθεί κανένα αιματηρό στιγμιότυπο, και ως εκ τούτου ο θεατής καλείται να ανασυνθέσει τις εικόνες στο κεφάλι του, με τρόπο πολύ πιο αποκρουστικό απ’ αυτόν που θα μπορούσε να μας παρουσιαστεί επί της οθόνης. Ο Φατίχ Ακίν είναι ένας καλός σκηνοθέτης, απ’ αυτούς που δεν θα επέτρεπαν ποτέ στον εαυτό τους ένα τέτοιο ολίσθημα. Και η κάμερά του υψώνεται μονάχα για να παρακολουθήσει τα αποφασιστικά βήματα της ηρωίδας του, καθώς εκείνη κατευθύνεται προς την έδρα του δικαστηρίου: Είναι η μόνη στιγμή που ο φακός την παρακολουθεί από ψηλά, λες και κάποια ανώτερη έννοια (ο Θεός ή η Δικαιοσύνη;) είναι με το μέρος της. Είναι μια καίρια αισθητική επιλογή και φυσικά το αισθητικό γεγονός στο σινεμά είναι πρωτίστως πολιτικό –ειδικά όταν το κεντρικό θέμα είναι τόσο «καυτό».
Το «Μαζί ή τίποτα» καταγράφει με επώδυνη πιστότητα τον πόνο αυτής της ηρωίδας (που ενσαρκώνει εκπληκτικά η βραβευμένη στις Κάννες Νταϊάν Κρούγκερ) που, όταν το σύστημα αποδεικνύεται πολύ λίγο για να τη δικαιώσει, αποφασίζει να πάρει εκδίκηση, φτάνοντας μέχρι την Ελλάδα (οι φονιάδες έχουν διασυνδέσεις με τη Χρυσή Αυγή –ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης είναι τουλάχιστον αποτελεσματικός στη μικρή αλλά ουσιαστική του εμφάνιση).
Από τη στιγμή όμως που ο Ακίν καλείται να καταπραΰνει τον πόνο που μας προκάλεσε με το πρώτο μισό του φιλμ του, αρχίζουν οι ρωγμές. Γιατί κι εμείς, με τη σειρά μας, θυμόμαστε τον Τσαρλς Μπρόνσον του «Εκτελεστή της νύχτας» (έπεται και το ριμέικ με τον Μπρους Γουίλις) που, αφού έχασε κι αυτός αδίκως την οικογένειά του, αφού κι αυτός αδικήθηκε από το σύστημα, αποφάσισε να βρει το δίκιο του. Υπερβολή; Κι όμως, ο αφηγηματικός μηχανισμός είναι ακριβώς ο ίδιος.
Αρκεί άραγε το ομολογουμένως «ξύπνιο» αμφίσημο γύρισμα του φινάλε για να ακυρώσει αυτές τις εντυπώσεις; Εγώ ακόμα το σκέφτομαι. Και νομίζω πως θα το σκέφτομαι για καιρό. Πότε θα επικροτώ τις επιλογές της ηρωίδας (που, είπαμε, δεν είναι ακριβώς αυτές που φαντάζεστε) και πότε θα θυμώνω με την ταινία. Οφείλω να παραδεχτώ το φιλμ λοιπόν, όσο κι αν διαφωνώ μαζί του. Κάτι είναι κι αυτό.
Βαθμοί: 6

«Διδακτικό» γουέστερν

«Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου»: Ισχύς εν τη ενώσει: Στην αφιλόξενη αμερικανική Δύση (περί γουέστερν πρόκειται), ένας λοχαγός αναλαμβάνει να συνοδεύσει έναν ορκισμένο εχθρό του, τον ινδιάνο αρχηγό της φυλής Τσεγιέν, πίσω στην οικογένειά του ούτως ώστε να πεθάνει – και στον δρόμο συναντούν μια χήρα της οποίας η οικογένεια σφαγιάστηκε. Ενώνονται λοιπόν και ο Σκοτ Κούπερ δείχνει να έχει πάρει τα καλύτερα μαθήματα που θα μπορούσε να πάρει από το σινεμά του Τζον Φορντ, ο Φορντ όμως ποτέ δεν θα επέτρεπε τις εξόφθαλμες σημάνσεις που καταπλακώνουν εδώ την αφηγηματική ροή. Ισως ο Κούπερ να λειτουργεί καλύτερα σε μικρό καμβά (θυμηθείτε την αριστουργηματική «Σκουριασμένη πόλη»), όμως οι Κρίστιαν Μπέιλ, Τζέισι Πλέμονς και Ρόζαμουντ Πάικ είναι κάτι παραπάνω από επαρκείς και η φωτογραφία έχει κάτι από το άρωμα του «Badlands» του Τέρενς Μάλικ.

Βαθμοί: 6

Φυλετικός σπαραγμός

«Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή»: Πολιτικές και εδώ οι σημάνσεις: Ενας λευκός και ένας έγχρωμος στρατιώτης επιστρέφουν στο Μισισίπι μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο που η φιλία τους προκαλεί την τοπική ρατσιστική κοινότητα. Μια φωνή off συνοδεύει όλο το δράμα που θέλει να πει περισσότερα απ’ όσα της επιτρέπει το μέσο: πρόκειται για παραγωγή τηλεοπτικού καναλιού, φτιαγμένη μεν για τον κινηματογράφο, αλλά στημένη έτσι ώστε να λειτουργεί (επί της ουσίας) καλύτερα στη μικρή οθόνη. Υπέροχη όμως η Κάρεϊ Μάλιγκαν, όπως και ο Τζέισον Κλαρκ. Τα ’χουμε δει και καλύτερα όμως.

Βαθμοί: 5

Κούραση

«Αναχώρηση για Παρίσι 15:17»: Η ιστορία, αληθινή: Στις 21 Αυγούστου του 2015, όλος ο κόσμος παρακολουθούσε καθηλωμένος την είδηση ότι μια τρομοκρατική επίθεση στο τρένο Thalys #9364 με προορισμό το Παρίσι είχε αποτραπεί χάρη σε τρεις θαρραλέους νεαρούς Αμερικανούς που ταξίδευαν στην Ευρώπη. Ο Κλιντ Ιστγουντ αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία τους και μάλιστα ζήτησε από τους ίδιους να παίξουν τους εαυτούς τους. Η επιλογή τολμηρή, αλλά ανώφελη όταν η ιστορία αυτή ξετυλίγεται τόσο αδιάφορα: οι ηθοποιοί δεν βοηθούν και όταν πλέον φτάνουμε στο (καλοσκηνοθετημένο) συμβάν, είναι ήδη πολύ αργά.

Βαθμοί: 4

Προβάλλονται επίσης

Στο «Tad: Το μυστικό του βασιλιά Μίδα» ένας πολύ γλυκός και φιλότιμος εργάτης που λατρεύει την αρχαιολογία μαθαίνει πως το περίφημο περιδέραιο του μυθικού βασιλιά Μίδα είναι στ’ αλήθεια υπαρκτό, σε μια καρτούν εκδοχή του Ιντιάνα Τζόουνς ενώ ο Στράτος Μαρκίδης («Λάρισα: Εμπιστευτικό», «Ο θησαυρός του Μακαρίτη») επιστρέφει πάλι στα παλιά (σε θεατρικό των Τσιφόρου και Βασιλειάδη) με το «Μαζί τα φάγαμε» με τους Κώστα Αποστολάκη, Μπέσυ Μάλφα, Αντώνη Καφετζόπουλο και Σωτήρη Καλυβάτση. Δεν το είδα…