Οι λούστροι στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου μπορούσαν να συνεννοούνται σε εφτά οκτώ γλώσσες, γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ. Μερικοί από τους λούστρους αυτούς ήταν Εβραίοι. Οπως εβραίοι ήταν αρκετοί τενεκετζήδες, ράφτες, υδραυλικοί, υπάλληλοι, μανάβηδες, μικροπωλητές, καραγωγείς.
Αντίθετα με όσα άμεσα ή έμμεσα προπαγανδίζουν ορισμένοι κύκλοι, βρίσκοντας τα ευήκοα ώτα μιας σιωπηλής πλειοψηφίας προκατειλημμένων και ανενημέρωτων ακροατών, η συντριπτική πλειοψηφία των 50.000-60.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου, και νωρίτερα φυσικά, ήταν μεροκαματιάρηδες. Περί τους 40.000 ανήκαν στην εργατική τάξη και για μεγάλες περιόδους, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, τρέφονταν από τα συσσίτια. Περί τους 9.000 δούλευαν πέριξ του λιμανιού ψαράδες, χαμάληδες και λιμενεργάτες, με τις καλύβες τους να βρίσκονται στις δυτικές παρυφές της πόλης, στον συνοικισμό του Ρεζή Βαρδάρ.
Η σκιά της πυρκαγιάς
Στην πραγματικότητα ζούσαν όπως και οι υπόλοιποι Θεσσαλονικείς. Με βαριά τη σκιά της πυρκαγιάς του 1917 αλλά και της κρίσης του 1929. Οι 100.000 πρόσφυγες από τη Μικρασία που εγκαταστάθηκαν εκεί πρόσθεσαν τη δική τους φτώχεια στη φτώχεια των υπολοίπων. Η Θεσσαλονίκη τότε, το «μαργαριτάρι του Αιγαίου», όπως το αποκαλούσαν, ήταν μια πόλη παραδομένη στη φυματίωση, στον τύφο και την «αθρεψία», δηλαδή την πείνα. Το κύμα εβραϊκής μετανάστευσης που ξεκίνησε τότε από τη Θεσσαλονίκη προς την Ευρώπη και αλλού οφειλόταν λιγότερο στον δεδομένο αντισημιτισμό και τα μικρά ή μεγαλύτερα πογκρόμ και περισσότερο στην οικονομική παρακμή της πόλης.
Το συγκλονιστικό βιβλίο «Λούνα» (εκδ. Πόλις) που κυκλοφόρησε πρόσφατα η σημαντική Θεσσαλονικιά ιστορικός Ρίκα Μπενβενίστε, καθηγήτρια Ιστορίας της Μεσαιωνικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, πετυχαίνει να αναδείξει με σαφήνεια ακριβώς αυτή την άλλη διάσταση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, και να ανατρέψει πάγιες εικόνες και στερεότυπα που ακόμα και ιστορικοί κατά καιρούς έχουν επιβάλει επιλέγοντας να αναδείξουν μονόπλευρα τις επαύλεις των εξοχών και να μη μιλήσουν –ή ελάχιστα –για τις μεγάλες μάζες των φτωχών Εβραίων.
Η «Λούνα», Λούνα Ασσαέλ και κατόπιν Γκατένιο, είναι μια μακρινή συγγενής της οικογένειας της ιστορικού. Πραγματικό πρόσωπο, δηλαδή. Η πορεία της είναι η τυπική πορεία του μέσου θεσσαλονικιού Εβραίου και της μέσης θεσσαλονικιάς Εβραίας της γενιάς της. Αγράμματη, πάμφτωχη, δούλευε μοδίστρα από τα δεκαπέντε της. Παντρεύτηκε τον λιμενεργάτη Σαμ Γκατένιο. Και όταν ήρθαν οι Ναζί, τούς έβαλαν στο τρένο για το Αουσβιτς, άνοιξη του 1943. Ο Σαμ «πήγε κατευθείαν», όπως λεγόταν τότε στη γλώσσα των θυμάτων, δηλαδή με το που έφτασε το τρένο στο Αουσβιτς τον έστειλαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων. Αυτό συνέβαινε με τη συντριπτική πλειοψηφία των αφιχθέντων –ένα 80% και πλέον πήγαινε κατευθείαν στον θάνατο. Γινόταν η πρώτη διαλογή, η διαβόητη Selektion, που αργότερα γινόταν και στους υπόλοιπους, και που στο άκουσμά της και μόνο έτρεμαν τα πόδια όλων. Κάποιοι κρατούνταν ζωντανοί για να δουλεύουν. Στο τέλος θα εξοντώνονταν απολύτως όλοι αν η Γερμανία δεν έχανε τον πόλεμο. Η Λούνα ήταν από τους λίγους επιζήσαντες –κάπου 2.000 από τους 50.000 Εβραίους της πόλης. Στο μεταξύ όμως είχε περάσει τα πάνδεινα. Είχε υποστεί μέχρι και τα φριχτά πειράματα των ναζί γιατρών στο Μπλοκ 10, με εγχύσεις στη μήτρα, αφαιρέσεις ωοθηκών κ.ά. Εμεινε χωρίς κανέναν. Επέστρεψε όμως. Η Ρίκα Μπενβενίστε την ακολουθεί μέχρι τέλους. Μέχρι τον θάνατό της το 1998 στο Γηροκομείο Σαούλ Μοδιάνο, στην οδό Κίμωνος Βόγα.
Το βιβλίο η συγγραφέας το χαρακτηρίζει «Δοκίμιο Ιστορικής Βιογραφίας». Είναι πράγματι ένα πολύ ενδιαφέρον μεικτό είδος γραφής. Με βάση τα λιγοστά ίχνη που άφησε η Λούνα, τα επίσημα έγγραφα, τις φωτογραφίες, την προφορική της μαρτυρία, η Ρίκα Μπενβενίστε αναπλάθει την ιστορία της και μέσα από αυτήν ολόκληρη την ιστορία των θεσσαλονικιών Εβραίων της εποχής αυτής. Είναι υβριδικό βιβλίο, πολύ μοντέρνο στη σύλληψή του και πολύ καίριο και ουσιαστικό στο περιεχόμενό του.
Οι κατεδαφίσεις
Οι πληροφορίες πολλές και μερικές όχι και τόσο γνωστές ακόμα και στους υποψιασμένους αναγνώστες. Είναι λ.χ. γνωστό πως πολλοί από τους επιζήσαντες όταν επέστρεψαν βρήκαν τις κατοικίες τους κατειλημμένες. Είτε από φτωχούς και άστεγους «καταληψίες» είτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, από τους περίφημους μεσεγγυούχους στους οποίους είχαν παραχωρηθεί από τις κατοχικές Αρχές. Υπήρχαν όμως και ακόμα χειρότερες καταστάσεις. Εννοούμε όλους εκείνους που έμεναν σε φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης και επιστρέφοντας δεν βρήκαν καν το σπίτι τους όρθιο! Το έγκλημα ήταν φοβερό. Τα πρώτα τρένα έφυγαν για τα πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τον Μάρτιο του 1943. Τον Απρίλιο, «ο Δήμος αποφάσισε την κατεδάφιση του συνοικισμού “6” ο οποίος βρισκόταν σε γη που ανήκε στον Δήμο και μόλις πριν από λίγες μέρες είχε “εκκενωθεί”. Οι λόγοι που επικαλέστηκε ήταν “αισθητικοί”, και τα οικοδομικά υλικά πουλήθηκαν σε δημοπρασία στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από είκοσι εργολάβοι». Το ίδιο έγινε και με τη Ρεζή Βαρδάρ. Πάρα πολλά σπίτια των Εβραίων, σύμφωνα με την αμείλικτη γλώσσα της γραφειοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν, λεηλατήθηκαν ή καταλήφθηκαν. Οι φτωχογειτονιές απλώς κατεδαφίστηκαν».
Ταφόπλακα στις προσδοκίες
«Ομηροι» βασανισμένοι, δωσίλογοι ατιμώρητοι
Οι επιζήσαντες υποχρεώθηκαν να ξεκινήσουν από την αρχή σε όχι φιλικό περιβάλλον. Κανείς κρατικός φορέας δεν περιέγραψε σωστά αυτό που ήταν, δηλαδή «Εβραίοι που εκτοπίστηκαν και βασανίστηκαν». Τους χαρακτήριζαν «ομήρους», στην ορολογία της εποχής, που δεν ήταν, ενώ αργότερα, τη δεκαετία του ’80, τους προέτρεψαν να ζητήσουν σύνταξη αντιστασιακού –που ούτε αυτό ήταν. Κάποιοι έφυγαν για την Παλαιστίνη, άλλοι για τις ΗΠΑ. Και κάποιοι έμειναν εκεί, στεγάστηκαν σε «υπνωτήρια» για καιρό, κατέληξαν σε γηροκομεία. Χωρίς να έχουν δικαιωθεί. Οσο για εκείνους τους δωσίλογους που συνέβαλαν στις διώξεις τους, έμειναν ατιμώρητοι. Οπως έγραφαν τα «Καθημερινά Νέα» τον Φεβρουάριο του 1945: «Οι Ελληνες Ισραηλίται, όσοι δηλαδή επέζησαν των γερμανικών ωμοτήτων, αναφερόμενοι στο παραπεμπτικόν βούλευμα διά τους δοσιλόγους πρωθυπουργούς των κατοχικών κυβερνήσεων, παραπονούνται ότι δεν απηγγέλθη εναντίον των και κατηγορία ότι συμμετέσχον και συνήργησαν μετά των Γερμανών εις την διάπραξιν εγκλημάτων κατά των Ελλήνων Ισραηλιτών». Ο Εμφύλιος και μετά ο Ψυχρός Πόλεμος έβαλαν ταφόπλακα σε τέτοιου είδους προσδοκίες.
Ρίκα Μπενβενίστε
Λούνα
Εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 222
Τιμή: 15 ευρώ