Μέσα στην απάνθρωπη δίνη που σαρώνει την πολιτική και κοινωνική μας ζωή, μας διαφεύγει πως ορισμένοι ταμένοι πνευματικοί άνθρωποι, σχεδόν ερημίτες, ναυαγοί ή εξόριστοι σε κάποιες οάσεις με πηγαίο ύδωρ, συνεχίζουν τον αγώνα της έρευνας, της διείσδυσης στα έγκατα, στις απόκρυφες πτυχές είτε της μαζικής είτε της ατομικής συνείδησης, εκδράμοντας σχεδόν ξυπόλητοι στα όρια της Ιστορίας, στις κορυφές των ανθρώπινων παθών και στα φρέατα των αρτεσιανών γλωσσικών υδάτων. Πριν από πολλά χρόνια (1975) ήρθε στους Δελφούς ο κινέζος σκηνοθέτης Λούο να παρουσιάσει την πρώτη στην Κίνα μετά τον διώκτη κάθε κλασικού ευρωπαίου (Μπετόβεν, Αισχύλου, Πικάσο, Ιψεν κ.λπ.) δημιουργού Μάο (θυμηθείτε τα αφιονισμένα πλήθη με το κόκκινο βιβλιαράκι) ελληνική τραγωδία, «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Την επόμενη χρονιά έφερε στους Δελφούς και τον πατέρα του, ετών 90, μεταφραστή των απάντων του Σοφοκλή. Εκείνος ο υπέροχος γέροντας όταν μπήκε στο αρχαίο θέατρο των Δελφών έπεσε και αγκάλιασε τις κερκίδες και δεν μπορούσαμε επί ώρες να τον αποσπάσουμε, αφού είχε νοτίσει με δάκρυα τα μάρμαρα. Τότε μάθαμε πως μετέφρασε τον Σοφοκλή μέσα σε μια σπηλιά μ’ ένα κερί, ενώ στους δρόμους μαίνονταν τα ντοπαρισμένα πλήθη που γελοιοποιούσαν και ξυλοφόρτωναν τους πανεπιστημιακούς καθηγητές που δίδασκαν τη νοσηρή ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Γιατί αναφέρω αυτή τη θλιβερή ιστορία; Επειδή σε λίγο, φοβάμαι, θα περάσουν και η Ευρώπη και η Αμερική κάτω από τα καυδιανά δίκρανα, αποσκορακίζοντας τους κλασικούς. Ηδη στον τόπο μας έχουν αρχίσει το ξήλωμα, η αποδόμηση, η γελοιοποίηση και επισήμως η αποξένωση από την εκπαίδευση των τραγικών και του «Επιταφίου» του Θουκυδίδη!
Ετσι, όταν φτάνει στα βιβλιοπωλεία ένα βιβλίο σαν αυτό στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω, αισθάνομαι πως κυκλοφορεί στα μουγκά, όπως παλιότερα ετελούντο μυστικά στις κατακόμβες οι χριστιανικές λειτουργίες ή, όπως κατέγραψε το φιλμ «Φαρενάιτ 451», κάποιοι μανιακοί των κλασικών αποστήθιζαν σε μια δυστοπική εποχή βιβλία που έκαιγαν οι πυρονόμοι!
Από τον εκδοτικό οίκο Κ. και Μ. Αντ. Σταμούλη της Θεσσαλονίκης κυκλοφορεί το έξοχο βιβλίο του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή «Τραγωδία και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα». Αν υπήρχε έγνοια σ’ αυτόν τον τόπο για τα ουσιώδη και τα τιμαλφή, το βιβλίο αυτό έπρεπε να είχε εκδοθεί με κρατικά έξοδα και να είχε ήδη διανεμηθεί σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων της χώρας και σε όλες τις δημόσιες βιβλιοθήκες.
Υπερβάλλω; Οχι, γιατί ο Μερακλής πέρα από τη σοφία που διαθέτει πάνω στα λαογραφικά και λογοτεχνικά (διαχρονικά) μας πράγματα υπήρξε δάσκαλος και στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση και διαθέτει ένα σπάνιο στις μέρες μας (της δυσνόητης σπουδαιοφάνειας) χάρισμα εκλαΐκευσης των βαθύρριζων εννοιών της φιλοσοφίας της επιστήμης, της θεολογίας, της τέχνης και της πολιτικής.
Στο μεγάλο απόκτημα που μας παραδίδει, στις περίπου 400 σελίδες του, προσεγγίζει την αρχαία τραγωδία με όλα τα σωζόμενα έργα των τριών μεγάλων ποιητών (Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη) ανιχνεύοντας στίχο με στίχο, λέξη με λέξη τις αναφορές και την αξιοποίηση των λαϊκών παραδόσεων, εθίμων, τελετών, παροιμιών, ιατρικών πληροφοριών, λατρευτικών λειτουργιών, παραμυθιών και γλωσσικών επιβιωμάτων που ενσωματώνονται από τους ποιητές στις μιμήσεις πράξεως σπουδαίας και τελείας, κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη.
Είναι βέβαια γνωστό πως η διονυσιακή θρησκεία, όπως μας καταθέτει και ο Ευριπίδης στις «Βάκχες», ήρθε από τα βουνά του Τμώλου στην Ασία. Κατεβαίνοντας από τον Βορρά προς τον Νότο, από τη Θράκη στην Πελοπόννησο, συνάντησε το κρασί, τις ορφικές τελετές, συναγελάστηκε με τις Νύμφες, τους Σιληνούς, τον Πάνα, τους Σατύρους και τις τελετές της σποράς και της καρποφορίας των αγροτών. Η τραγωδία γεννήθηκε στις παρυφές του άστεως, στους αγροτικούς χώρους της Αττικής, ως διονυσιακό δρώμενο από θιάσους που εκτελούσαν τον διθύραμβο. Ηταν ένα δρώμενο στο πλαίσιο μιας λαϊκής πανήγυρης. Ο διονυσιακός του πυρήνας με στοιχεία βωμολοχικά και άκρως σεξουαλικά με τον καιρό, λέει ο Αριστοτέλης, απεμνήθη, έγινε σεμνότερος, μπήκε στους κανόνες του αθηναϊκού κυρίως ορθολογισμού, πήρε πνευματικότητα και στη συνέχεια επί Πεισιστράτου εντάχθηκε στους θεσμούς της δημοκρατίας ως σχολείο της!
Ο Μερακλής αναζητεί και βρίσκει στις σωζόμενες έως σήμερα τραγωδίες όρους, θεσμούς, τελέσματα, συνήθειες, πρακτικές, δράσεις, αντιδράσεις που συναντά κανείς μελετώντας τη λαϊκή ζωή, τις βαθύρριζες αρχέτυπες πράξεις και αφηγήσεις, τους μύθους, τα παραμύθια, τα ξόρκια, τα όνειρα και τους ονειροκρίτες, τα εργαλεία, τις μεθόδους καλλιέργειας, αποτροπής, τιμωρίας, εξευμενισμού, συμφιλίωσης και έχθρας όπως αποτυπώνονται στην παράδοση που βρήκε και αφομοίωσε στον δρόμο του το δράμα.
Φάρμακα, δηλητήρια, φαντάσματα, είδωλα, επιφάνειες νεκρών, νεκραναστάσεις, μεταμορφώσεις, έθιμα της γέννησης, του θανάτου, εγκλεισμοί, μαγεία, φιλοξενία, ξενοφοβία, δουλεία, κατάρες, ευχές και αιμομιξίες, ατεκνίες, παιδοκτονίες, παροιμιακός λόγος, ταμπού (λέξεων και συμπεριφορών), όλα αυτά υπόκεινται σε κάθε στίχο, σελίδα και επεισόδιο ή χορικό των σωζόμενων τραγικών κειμένων.
Πριν από περίπου 60 χρόνια, στα ίδια πανεπιστημιακά έδρανα με τον Μερακλή συνυπήρξαμε σε μια τολμηρή φοιτητική περιοδική έκδοση, την «Εστιάδα». Εκεί κανείς θα συναντήσει τα ονόματα των φοιτητών συγγραφέων Σακελλαράκη, Κουκουλέ, Στέλλας Γεωργούδη, Ευαγγελάτου, Σβολόπουλου, Μερακλή, Ζία, Καραΐνδρου, Φαράκλα, Μικρογιαννάκη. Εκεί ο υπογραφόμενος δημοσίευσε ένα δοκίμιο για τη σχέση περιεχομένου (δράμα – ιερό δράμα) και μορφολογίας τελετουργικών και αρχιτεκτονικών δομών ανάμεσα στην τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργία (1961).
Ο Μερακλής στο περισπούδαστο πόνημά του ξεκινάει από τα τραγικά κείμενα και φτάνει στο δημοτικό τραγούδι, στις παροιμίες του ελληνικού λαού, στις γαμήλιες και ταφικές τελετές, στα όνειρα και στα παραμύθια και ανάγεται στα λαογραφικά στρώματα των τραγωδιών. Από τους «Πέρσες» του Αισχύλου έως τον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη, το μόνο σατυρικό δράμα που σώθηκε, αναδεικνύει μορφές, ιδέες, τελέσματα, ήθη, διάνοιες, τέρατα και σημεία των λαϊκών παραδόσεων που ενσωμάτωσε το δράμα και φτάνει να ανιχνεύει επιβιώματα όχι μόνο στον σύγχρονο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό αλλά ακόμη και στις παραδόσεις και στα τραγούδια της Φινλανδίας!
Φαντάσματα που επισκέπτονται τον κόσμο των ζωντανών και είναι εγγεγραμμένα στις πανάρχαιες αφηγήσεις της ανθρωπότητας φτάνουν στον Ομηρο, ενσωματώνονται (Δαρείος) στους «Πέρσες» του Αισχύλου, κατακυριεύουν τη συνείδηση του Αμλετ με την εμφάνιση του φάσματος του δολοφονημένου πατέρα του και ξαναστοιχειώνουν «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού».
Προσωπικά δεν έχω απολαύσει πρόσφατα κείμενο τόσο συναρπαστικό όπως το βιβλίο του Μερακλή και λυπάμαι που δεν μπαίνω πλέον σε τάξη, γιατί αλλιώς σήμερα θα δίδασκα «Αντιγόνη», «Οιδίποδα» και «Ιφιγένεια».
Μιχάλης Γ. Μερακλής
Τραγωδία και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα
Εκδ. Σταμούλη 2017,
Σελ. 386
Τιμή: 33 ευρώ