Αν και έχει σπουδάσει θεολογία (όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό του) ο Κώστας Βραχνός δεν φαίνεται να διατηρεί ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον Θεό ή έστω με την έννοια του Θεού, όπως άλλωστε το υπαινίσσεται η απροσχημάτιστα ειρωνική χροιά του τίτλου του βιβλίου του και σαφέστατα το αντιλαμβάνεται κανείς ενώ έχει διαβάσει ακόμη και λίγες σελίδες του. Αφού είναι αδύνατον να έχει προηγηθεί ο Θεός και να ακολουθεί –για παράδειγμα –η ιστορία ενός οικόσιτου πιθήκου στη Βραζιλία που διέφυγε την προσοχή του ιδιοκτήτη του και, αφού κατέβασε ένα ολόκληρο μπουκάλι κασάσα, πήδησε τέσσερις διαδοχικούς φράχτες σπιτιών και εισέβαλε σε μια μονοκατοικία όπου κατέσφαξε με ενενήντα μαχαιριές έναν καθηγητή ζωολογίας του πανεπιστημίου. Ή, για παράδειγμα επίσης, να χρειάζεται να έχει προηγηθεί ο Θεός, ώστε ένας Γερμανός που έχει βγάλει έξω τη μαλαπέρδα του και επί ενάμισι με δύο λεπτά κατουράει ένα δέντρο, να μπορεί να αναφωνεί «πάπαλα», έστω κι αν την τινάζει (τη μαλαπέρδα του εννοείται) ως αγιασμό. Εκτός κι αν ο Κώστας Βραχνός έχει θητεύσει σε τέτοιο βαθμό στην καζαντζακική φιλοσοφία, που συνοψίζεται στη φράση «ο άνθρωπος και ο τίγρης που τον κατασπαράσσει είναι ένα», ώστε ο Θεός να μην αποκλείεται, αλλά αντίθετα να προϋποτίθεται ως η πρώτη αρχή μέσα σε ένα σύμπαν όπου η δραματικότερη ανθρώπινη εκδοχή συμπίπτει, αν δεν ταυτίζεται, με τη γελοιωδέστερη.
Γελαστήριος μυς
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το λιγότερο ως άστοχο κρίνει κανείς το οπισθόφυλλο όταν συστήνει το βιβλίο γράφοντας: «Σαρανταπέντε σύντομες ευτράπελες ιστορίες (…) με αποκλειστικό στόχο την κινητοποίηση είτε του μείζονος ζυγωματικού μυός (έκφραση γέλιου) είτε του γελαστηρίου μυός (έκφραση χαμόγελου) του προσώπου». Αφού όσο κι αν προσπαθήσεις είναι αδύνατον να θεωρήσεις ως ευτράπελη την ιστορία, ή έστω να κινητοποιηθεί ο γελαστήριος μυς, με τον Νίκο Πεφάνη που «θέρισε» με το αυτοκίνητό του σε μια στροφή έξω από το Τολό δύο αδελφάκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, εννιά και έξι χρόνων αντιστοίχως, ή με μια ακόμη ιστορία όπως αυτή της βύθισης του εμπορικού πλοίου «Karnavitsa» στις ακτές της Σαπιέντζας, απέναντι από τη Μεθώνη, πριν από εκατό και πλέον χρόνια, με τον χαμό του τριακονταετούς πληρώματός του.
Οσο κι αν αναρωτιέσαι γιατί άραγε ο Κώστας Βραχνός «χαραμίζει» ένα εξαιρετικό πρωτογενές υλικό, που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε διηγήματα αρκετών σελίδων το καθένα, συρρικνώνοντας τελικά τις τριάντα τέσσερις σε σχέση με τις σαράντα πέντε «ευτράπελες» ιστορίες του, σε μισή ή το πολύ σε μία σελίδα την καθεμία, δεν μπορεί να μην τον πιστώσεις με μια υποδειγματική ευχέρεια: Να επιλέγει τα περιστατικά που συντομογραφικά ή λίγο εκτενέστερα αναπτύσσει με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να έρχονται στην επιφάνεια συγγένειες, όχι μόνον απροσδόκητες, αλλά κυριολεκτικά χαμένες στα βάθη του συλλογικού υποσυνειδήτου. Με χρώματα μάλιστα τόσο φωτεινά και με εικόνες τόσο οικείες («Ηρθε ο Τάσος!», «Η ευσυνειδησία της συμβολαιογράφου», «Η δασκάλα γιόγκας στον Αγιο Σάββα»), που αν και η συντελούμενη αποκάλυψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα θαύμα, τελικά να μοιάζει με την αποφλοίωση μιας πραγματικότητας προσιτής σχεδόν στον καθένα. Μια πραγματικότητα όμως που την γνωρίζουμε στις ακριβείς της διαστάσεις όχι με την αναπαράστασή της αλλά όσο περισσότερο μοιάζει υποκείμενη σε μια διαρκή μεταμόρφωση.
«Ονυχοφαγία»
Ετσι ώστε ένα σκηνικό στημένο με έναν τυπικό σχεδόν τρόπο, όπως είναι η εφημερία δύο ειδικευόμενων παθολόγων στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ρίου, να μπορεί να περιλάβει ή να προεκταθεί σε τέσσερις καλόγριες που σπεύδουν στο νοσοκομείο, γιατί η δόκιμη αδελφή Αυρηλία που έχει τα χέρια της τυλιγμένα σε μια πετσέτα και γογγύζει με το κεφάλι σκυφτό, «έφαγε τα δάκτυλά της από το άγχος!» («Ονυχοφαγία»). Με το λιγότερο ίσως ευτυχές αποτέλεσμα σε «στιγμιότυπα» όπως αυτό που φέρει τον τίτλο «Στο τρόλεϊ». (Αδύνατον να χαρακτηριστεί ως «ιστορία»). Οταν η διακωμώδηση ή η υπονόμευση της καθημερινότητας επιχειρείται με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που ακούει κανείς συμπτωματικά στον δρόμο –αν και συχνά ο καθένας μπορεί να γίνει μάρτυρας μιας στιχομυθίας που να τον στοιχειώνει βασανιστικά –το συνηθέστερο είναι να «αθωώνεται» το γεγονός που την προκαλεί και ο συμβατικός τρόπος επικοινωνίας να μην ευθύνεται τελικά για την ασυνεννοησία των ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά, η «ασημαντολογία» ως τρόπος γραφής έχει ήδη ένα μακρύ παρελθόν στη λογοτεχνία με θαυμαστά μάλιστα αποτελέσματα, φτάνει να οργανώνεται με έναν τρόπο που να εξαίρει την έλλειψη περιεχομένου και όχι να υπογραμμίζει τη γλώσσα ως ένα όργανο εκ προοιμίου αδύνατον να στηρίξει ή να εκφράσει έναν πραγματικό πλούτο.
Εν πάση περιπτώσει προσπαθώντας να ενώσουμε τα διεστώτα στις ιστορίες του Κώστα Βραχνού ώστε, είτε πρόκειται για έναν ξυλοκόπο που του έχει σαλέψει το λογικό και αφού έχει πιει ένα κασόνι μπίρες επιστρέφει στο χωριό του και με ένα πριόνι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, αποφασισμένος, φτάνοντας στην πλατεία «να γαμήσει την Παναγία ολονών», είτε για τη γυναίκα ενός φοροτεχνικού που της αρέσει να σκανδαλίζει τους φοιτητές ενός γειτονικού διαμερίσματος, δείχνοντάς τους το κωλαράκι της για να διαπιστώσει αν περνάει η μπογιά της, να συμπεραίνουμε πως οι τόσο χτυπητές και στις σαράντα πέντε ιστορίες περιπτώσεις, με τον τρόπο που συναρμολογούνται, μοιάζει να υπομνηματίζουν περισσότερο την παρουσία ενός κόσμου μυστικού παρά ενός κόσμου συγκεκριμένου και απτού. Δεν συμβαίνει γιατί τον χαρακτηρισμό τους ως «εξωπραγματικών» ο δημιουργός τους θα τον λογάριαζε ως μομφή αφού εμμέσως θα έδινε στις ιστορίες του μια υπερρεαλιστική καταβολή ή προοπτική. Είναι κυρίως γιατί το «Πρώτα ο Θεός» φαίνεται πως έχει να κάνει με τη μετατροπή κάθε περιστατικού που στα κιτάπια του καθ’ ημέραν βίου θα καταχωριζόταν ως εξωλογικό ή ανήκουστο σε κάτι μυστικό και απόκρυφο ώστε να μην απομένει παρά μόνον η μνήμη του Θεού για να διασωθεί. Μια ιδιότυπη λειτουργία του χρόνου στο «Πρώτα ο Θεός» που τελικά αποδεικνύεται ως η μόνη πραγματική, έγκυρη και ουσιαστική καθώς υποκείμενα σε μια διαρκή μεταμόρφωση τόσο τα αισθήματα όσο και τα περιστατικά, δεν φαίνεται να μεσολαβεί ούτε καν ένα χιλιοστό ανάμεσα στον χαρακτηρισμό τους ως γελοίων και στην αναπόλησή τους ως βαρυσήμαντων με την δραματικότητά τους να ισχύει εξίσου και στη μια και στην άλλη περίπτωση.
Οπως ακριβώς γίνεται στο αριστουργηματικό «Εις μνήμην» μ’ έναν Γιάννη που πέθανε 19 χρόνων και δεν θα έχουν ιδέα στο μέλλον ποιος ήταν τα άγνωστο πόσα εγγόνια της μάνας του, αν και κάποιες φορές θα είχαν ακούσει το όνομά του από τους πατεράδες τους.