«Λέγομαι Παπαδόπουλος. Ο παππούς μου ήρθε στην Ομάχα το 1912-1913 με το όνομα Παπαδόπουλος. Εκείνα τα χρόνια γίνονταν διαδηλώσεις κατά των Ελλήνων και το 1915 ο παππούς μου άλλαξε το επώνυμό του. Δεν το έκανε “Πάπας”, όπως πολλοί Ελληνες, αλλά το αμερικανοποίησε πλήρως». Λόγια του Αλεξάντερ Πέιν που εδώ και χρόνια στήνει ταινίες για ήρωες ταπεινούς. Αφανείς. Που σκύβουν μεν το κεφάλι απέναντι στα ζόρια της ζωής, αλλά προσπαθούν με τον δικό τους υπόγειο δρόμο να βρουν τη δική τους άκρη, για να σώσουν τις ψυχές τους, όπως μπορούν.
Γιατί, βλέπετε, υπάρχουν οι Ηρωες, με «Η» κεφαλαίο. Αυτοί που κάνουν λίγο –πολύ το σωστό, είναι γενναίοι και τις περισσότερες φορές κερδίζουν (ή εγκαταλείπουν με στωικό μεγαλείο) το κορίτσι. Αυτό που θα θέλαμε να ήμασταν δηλαδή. Και υπάρχουν κι εκείνοι που δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά. Με ιστορίες δίχως μεγαλοπρεπή φινάλε και τιτάνιες κορυφώσεις, τη θλίψη των οποίων καταλαβαίνουμε, γιατί είναι και δική μας. Τόσο δική μας, που μπορούμε ακόμη και να γελάσουμε με αυτή. Ή να κλάψουμε. Ή και τα δύο. Ολα αυτά ενώ το «ταξίμετρό» μας συνεχίζει να «γράφει». Και αντί για ευρώ, «πέφτουν» μία μία οι φθορές μας, τα μυστικά που κρατήσαμε δικά μας, στην αρχή εκ πεποιθήσεως και στη συνέχεια από ένστικτο. Μαζί τους, μια λογική που προσπαθούμε με χίλια ζόρια να διατηρήσουμε, για να μην καταρρεύσουμε. Μέχρι τα τελικά ζενερίκ.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ. Ετσι, παρεπιμπτόντως, λειτουργούσε η comedia all’italiana, το μέγιστο δώρο των Ιταλών στον κινηματογραφικό κόσμο («πικρή κωμωδία» την αποκαλούσαν οι δικοί μας) και η βασικότερη επιρροή του σπουδαίου Αλεξάντερ Πέιν που ολοκληρώνει εδώ την καλύτερη του ταινία. Με «ήρωα» τον Γούντι, έναν ηλικιωμένο που, πεπεισμένος πως έχει κερδίσει ένα εκατομμύριο δολάρια (στην πραγματικότητα έχει πάρει στα σοβαρά ένα φτηνό διαφημιστικό τέχνασμα) αποφασίζει να πάει στη Νεμπράσκα για να παραλάβει τα κέρδη του. Στην αρχή, με τα πόδια (με την αστυνομία να τον «μαζεύει» κάθε φορά). Στη συνέχεια, συνοδεία του Ντέιβιντ, του απηυδισμένου –αλλά και ευαίσθητου –γιου του. Στο ταξίδι που ακολουθεί ο Ντέιβιντ θα μάθει αρκετά που δεν συλλογίστηκε ποτέ. Οι συναντήσεις με τους παλιούς φίλους και συγγενείς συμπληρώνουν τα κομμάτια μιας ζωής σπαταλημένης. Τη δε μελαγχολία που αφήνει πίσω της η υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ και το αφιλόξενο τοπίο μιας πόλης θλιβερά αιώνιας, «σπάει» ένα χιούμορ καθαρτήριο που προκύπτει μέσα από τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες, χαρακτήρες καθ’ όλα ανθρώπινους, με όλη την ομορφιά και τη γνώριμη ασχήμια που αυτό κουβαλά.
Στο επίκεντρο όλων, ο Μπρους Ντερν, θρυλικός αμερικανός ηθοποιός με μακρά θητεία σε ρόλους «κουνημένων» που, στα 78 του χρόνια, φτιάχνει έναν Γούντι που δεν σκέφτεται ούτε στιγμή να γίνει συμπαθής για τα μάτια μας μόνο. Και αυτή η ειλικρίνειά του είναι ένα σπουδαίο δώρο, αρκετό για να σκεφτούμε, για μια στιγμή, όλους αυτούς που, παράταιροι καθώς είναι, στο αστικό παραμύθι που στρατεύτηκαν να υπηρετήσουν με το ζόρι, δείχνουν την περιφρόνησή τους με τέτοιο σιωπηλό λυρισμό. Το «Nebraska» είναι το σημαντικότερο έργο του Αλεξάντερ Πέιν, και ένα σημείο αναφοράς για το αμερικανικό σινεμά. Στο οποίο, θαρρώ, πως θα επιστρέφουμε συχνά.

info

Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν

Σενάριο: Μπομπ Νέλσον

Διεύθυνση φωτογραφίας: Φαίδων Παπαμιχαήλ

Μουσική: Μαρκ Ορτον

Παίζουν: Μπρους Ντερν, Γουίλ Φόρτε, Στέισι Κιτς