«Αυτό το έργο είναι σαν να έχει γραφτεί για λύρα! Ισως αυτό που παίζεις τώρα να είναι πιο κοντά σε αυτό που είχε γράψει ο Μπαχ. Πρέπει να το ηχογραφήσεις γιατί δεν σου ανήκει πια, ανήκει στον κόσμο». Αυτή ήταν προτροπή του σπουδαίου τσελίστα Μίσα Μάσκι (Mischa Maisky) και της οικογένειάς του προς τον Γιώργο Καλούδη όταν τον άκουσαν να παίζει στην τετράχορδη κρητική λύρα του σουίτες του Μπαχ. Ο κρητικός σολίστας του βιολοντσέλου ηχογράφησε και κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από την εταιρεία DNA Label Records ένα το διπλό άλμπουμ –τρίτο στην σειρά μετά τα «Truth» και «On the Wind». Στο «J.S. Bach: Cello Suites on the Cretan Lyra» υπάρχουν πλέον παιγμένες «αλλιώς» οι πέντε σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ. Ποιο είναι το κοινό πεδίο όπου συναντώνται μια παραδοσιακή λύρα με ένα κλασικό δυτικό όργανο; «Η λύρα είναι το πρώτο έγχορδο όργανο με δοξάρι στην Ευρώπη. Μετά ήρθαν η βιόλα ντα γκάμπα, το μπαρόκ βιολί και αργότερα το βιολί. Κατά κάποιον τρόπο η λύρα είναι ο πρόδρομος του βιολοντσέλου».
ΓΙΑΤΙ Ο ΜΠΑΧ; Πάντως ο Μπαχ, ακόμη και σε μια προσαρμοσμένη για τις ανάγκες των έργων λύρα, ηχεί περίεργα σε πολλούς ακροατές. Κοιτώντας όμως τη διαδρομή του σολίστα, αποκαλύπτεται η φυσική του πορεία. «Είμαι Κρητικός στην καταγωγή οπότε το να μάθω λύρα ήταν σχεδόν αναπόφευκτο. Είχα όμως ήδη είχα ενδώσει στο τσέλο. Το 2004 διαπίστωσα ότι κάποιοι λυράρηδες τοποθετούσαν χορδές τσέλου στη λύρα και έκαναν αντίστοιχο κούρδισμα. Ηταν έκπληξη για μένα, συνειδητοποίησα ότι ξαφνικά είχα ένα μικρό τσέλο. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αντί να πατάω τη χορδή την ακουμπούσα με το νύχι». Η επιθυμία μεγάλωσε όταν έπαιξε το δεύτερο μινουέτο από την 1η σουίτα του Μπαχ. Τότε του γεννήθηκε η ιδέα να φτιάξει μια τετράχορδη λύρα για να μπορεί να παίξει έργα Μπαχ. Για χρόνια μελετούσε και ερευνούσε το έργο του σπουδαίου μουσουργού πάνω στο ιδιότυπο αυτό όργανο. Πήγε σε μουσεία και βιβλιοθήκες στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στη Βιέννη όπου υπάρχουν τα πέντε πρωτότυπα αντίγραφα των σουιτών του Μπαχ.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Υποσκήνιο Β’ Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη (Βασιλίσσης Σοφίας και Κόκκαλη), 3 Μαρτίου στις 21.00