Τι μπορεί να περιμένει άραγε ένα εξοικειωμένο με τα πάντα κοινωνικό σώμα από μια πρωτοφανή κοινοβουλευτική διαδικασία σαν τη χθεσινή; Πάντως όχι εξύψωση της Δημοκρατίας ή αποκάλυψη της αλήθειας. Νομίζω ότι η αίσθηση που επικρατεί, όχι μόνο λόγω της σφοδρότητας αλλά και του ύφους της συζήτησης, είναι η θλίψη. Θλίψη που μια χώρα στην κατάσταση της δικής μας διαθέτει μια πολιτική τάξη, και κυρίως μια κυβέρνηση, που εκτιμά ότι έχει την πολυτέλεια να μας οδηγήσει σε μια σύγκρουση πολύ κοντά στα όρια του διχασμού.
Πέρα από χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, όπως την κατά μεγάλα διαστήματα απουσία του Πρωθυπουργού, το συναισθηματικό ξέσπασμα των λιγότερο πολιτικών εκ των εγκαλουμένων προσώπων και την αμηχανία μεγάλου μέρους των βουλευτών της συμπολίτευσης (που έγινε προσπάθεια να υπερκεραστεί από τον κουτσαβακισμό ενός μικρότερου μέρους), τρία πράγματα συγκρατώ από αυτή τη δύσκολη για τη Δημοκρατία μέρα. Πρώτον, την ανάδειξη της σημασίας των διαδικαστικών κανόνων, όχι ως δευτερευόντων χαρακτηριστικών αλλά ως στηριγμάτων της νομιμότητας –η κυβέρνηση δεν ήταν πειστική στην προσπάθεια μεταφοράς του προβολέα στην «ουσία» του σκανδάλου, εφόσον με τη στάση της δημιούργησε συνθήκες δημοκρατικής παρέκβασης . Δεύτερον, τη μη συναίσθηση ιστορικής ευθύνης, ιδίως από την κυβερνητική πλειοψηφία, που «ξέχασε» ότι, αύριο κιόλας, η ίδια ή η διάδοχός της θα κληθούν να διαχειριστούν τη μετάβαση της χώρας σε μια εποχή «κανονικότητας», μιας κανονικότητας που, με τις πράξεις και τα λόγια τους, οι πρωταγωνιστές των τελευταίων ημερών κατέστησαν σχεδόν αδύνατη. Και, τρίτον αλλά όχι έσχατον, την πενία σε κοινοβουλευτικά αναστήματα και την καταφυγή, σχεδόν από όλους αλλά όχι εντελώς από όλους, στον λαϊκισμό του διχαστικού λόγου.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος