Οι διαμαρτυρίες εκ μέρους πολλών αρχιτεκτόνων για το εσπευσμένο της υποβολής δηλώσεων συμμετοχής στη φετινή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής καλλιεργεί την ιδέα «ειδικών προτιμήσεων». Ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ποσοστό αλήθειας σε αυτό και παρ’ όλο που η Χριστίνα Αργυρού και ο Ράιαν Ναϊχάιζερ (θα είναι οι επιμελητές της ελληνικής συμμετοχής στη διοργάνωση) χαίρουν εκτίμησης στην επαγγελματική τους οικογένεια, φέρνει, έστω και συνειρμικά, για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο τη σχέση των καλλιτεχνών με την πολιτική και τους κομματικούς μηχανισμούς.
Η γενιά μου ξεπετάχτηκε σε εποχές που εκφράσεις όπως «στρατευμένη τέχνη» και «πολιτικό τραγούδι» τις είχαμε για καραμέλες. Κάθε κινητοποίηση, απεργία, συγκέντρωση είχε ως ατραξιόν και κάποια συναυλία με τραγούδια που έστελναν «μηνύματα» στην εξουσία γενικώς και στην εκάστοτε κυβέρνηση ειδικώς. Και κατά τη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων το κοινό συμμετείχε φωνάζοντας πολιτικά συνθήματα. Υπήρξαν αρκετοί καλλιτέχνες που έκαναν «στρατευμένη» καριέρα με εντυπωσιακές αποδοχές σε όλα τα επίπεδα. Πολλούς από αυτούς τούς κατάπιε η εποχή τους και εξαφανίστηκαν. Κάποιοι επιβίωσαν αφού είχαν απλώσει ρίζες στο κοινό.
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Τα πονήματα όλων των μορφών τέχνης εμπεριέχουν, συνειδητά ή ασυνείδητα εκ μέρους του καλλιτέχνη, ένα είδος πολιτικού μηνύματος. Από το θέατρο ή τη λογοτεχνία όπου οι λέξεις χτυπούν κατευθείαν τον στόχο μέχρι την αρχιτεκτονική όπου αυτή η διάστασή της, αν και υπάρχει πάντα, δεν είναι εύκολα αναγνώσιμη. Αυτό συμβαίνει ακόμη και με τα απολιτίκ έργα ή τα λεγόμενα ελαφρά θεάματα. Η τέχνη υπάρχει για να δίνει σχήμα στη ζωή (φράση που αποδίδεται στον Σαίξπηρ). Και τα «σχήματα ζωής» είναι κατά κάποιον τρόπο το κουκούτσι της πολιτικής. Αλλο όμως αυτό και άλλο οι κατά καιρούς «ημέτεροι» καλλιτέχνες. Διότι η τέχνη στέκεται πάντα απέναντι στην εξουσία. Για να αμφισβητεί τα παλιά σχήματα και να φτιάχνει καινούργια (το τελευταίο βεβαίως και δεν αφορά τους συμμετέχοντες στην Μπιενάλε).