Σε «CCC+» και «C» επιβεβαίωσε την αξιολόγηση μακροπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης – αντίστοιχα – πιστοληπτικής ικανότητας για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες ο οίκος Standard & Poor’s, διατηρώντας τις προοπτικές σταθερές (outlook).Η επιβεβαίωση των αξιολογήσεων για τις Εθνική, Alpha Bank, Eurobank Ergasias και Πειραιώς αντικατοπτρίζει την άποψη του αμερικανικού οίκου ότι τα οικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών είναι ακόμα εύθραυστα και θα χρειαστούν χρόνο για να βελτιωθούν σημαντικά.
Η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, μαζί με τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στη χώρα, μπορεί να μεταφραστεί σε ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον για τον τραπεζικό τομέα. Η S&P αναμένει το ελληνικό ΑΕΠ να μεγεθυνθεί κατά 2,3% – σε πραγματικούς όρους – την τριετία 2018 – 2020, χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές στο περιβάλλον της χάραξης πολιτικής.
Η ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να εκπληρώνουν εγκαίρως τις υποχρεώσεις τους, εξακολουθεί ωστόσο να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ευνοϊκές συνθήκες της οικονομίας και της αγοράς. Οι απαιτούμενες προϋποθέσεις είναι, κυρίως, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση από τις κεντρικές τράπεζες και το θετικό κλίμα αγοράς, που τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση σε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, τόσο από πλευράς ρευστότητας όσο και καλυμμένων ομολόγων.
Οι θέσεις χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών παραμένουν εύθραυστες μετά την απώλεια της πρόσβασης στην αγορά κεφαλαίων ακάλυπτων δανείων, αλλά και τη συρρίκνωση των καταθέσεων κατά περίπου 115 δισ. ευρώ (ή 64% του ΑΕΠ), από την αρχή της κρίσης. Η περαιτέρω πρόοδος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρατεταμένη πολιτική σταθερότητα και την ανάκαμψη της εμπιστοσύνης των καταθετών στον τραπεζικό τομέα, σημειώνεται. Ο οίκος αναμένει ένα τμήμα των καταθέσεων που αποσύρθηκαν κατά τη διάρκεια του 2014 – 2015 – ανέρχεται σε περίπου 49 δισ. ευρώ – να επιστρέψει στις τράπεζες, αλλά με πολύ αργό ρυθμό. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν έλεγχοι κεφαλαίων και, παρά τη χαλάρωση τους τελευταίους 18 μήνες, θα χρειαστεί πολύς χρόνος για την πλήρη κατάργησή τους.
Οι εκτιμήσεις για τις ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντικατοπτρίζουν την κακή κερδοφορία και την πολύ χαμηλή ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, με τα NPEs να αντιπροσωπεύουν το 45% έως 55% των συνολικών δανείων πελατών, μέχρι τον Σεπτέμβριο 2017. Μία σημαντική πτώση των NPLs αποτελεί πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να συσσωρεύσουν επιπλέον πιστωτικές ζημίες για το περίπου 10,3% των δανείων τους.
Η εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων (IFRS9) θα σημαίνει ένα μεγαλύτερο μέρος αυτών των ζημιών θα αναγνωριστεί στον ισολογισμό, αν και ο αντίκτυπος στο ρυθμιστικό κεφάλαιο (CET1) θα περιοριστεί λόγω πιθανών μεταβατικών μέτρων.
Ο οίκος θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις ελληνικές τράπεζες εάν βελτιωθεί το μακροοικονομικό περιβάλλον, το προφίλ ρευστότητας και η ποιότητα του ενεργητικού. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν αυξηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις πελατών να επιστρέψουν σταθερά στις ελληνικές τράπεζες, αλλά και με τις τράπεζες να εξαρτώνται λιγότερο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και άλλες βραχυπρόθεσμες πηγές χρηματοδότησης.