Αναλαμβάνετε το υπουργείο Εξωτερικών σε μία περίοδο που η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο είναι στα ύψη. Πώς αξιολογείτε την τουρκική συμπεριφορά;
Θεωρείτε ότι θα υπάρξει πρόβλημα με τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και τα συμβόλαια της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Το περιστατικό και οι εξελίξεις σε σχέση με τη γεώτρηση της ΕΝΙ στο Τεμάχιο 3 δεν σημαίνει σε καμία απολύτως περίπτωση ακύρωση των ενεργειακών σχεδιασμών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ούτε φυσικά των σχεδιασμών των εταιρειών, είτε αυτό αφορά γεωτρήσεις, είτε εμπορικά θέματα. Οι ενεργειακοί κολοσσοί που δραστηριοποιούνται στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας γνώριζαν πολύ καλά τις θέσεις και τη γενικότερη προσέγγιση της Τουρκίας σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Συνειδητά έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τεμάχια εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί όντως υπάρχουν πολύ θετικές ενδείξεις και γιατί οι όποιες ενέργειές μας γίνονται στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, της σχετικής σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας του 1982 και αφού έχουν καθορισθεί τα θαλάσσια σύνορα της χώρας με τα γειτονικά κράτη. Η παρουσία τους είναι ξεκάθαρη ψήφος εμπιστοσύνης. Τα ενεργειακά δεδομένα της περιοχής είναι ο λόγος παρουσίας ενεργειακών κολοσσών στην Ανατολική Μεσόγειο και εξηγούν γιατί δεν επηρεάζονται από τις όποιες τουρκικές συμπεριφορές.
Με δεδομένη και την τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο και στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρείτε ότι Κύπρος και Ελλάδα βρίσκονται κοντά σε ένα θερμό επεισόδιο;
Τι πιθανότητες υπάρχουν για επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό;
Εύλογο το ερώτημά σας. Αναμφίβολα η διαμορφωθείσα κατάσταση, με την κορύφωση της παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός της ΑΟΖ από την Τουρκία, δεν δημιουργεί ένα ευνοϊκό κλίμα για επανέναρξη των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού. Για την επανέναρξη των συνομιλιών θα πρέπει να προηγηθεί ο τερματισμός των εν λόγω ενεργειών από πλευράς Τουρκίας. Ενεργειών που επιβεβαιώνουν και την ορθότητα της κοινής προσέγγισης Λευκωσίας και Αθηνών ότι μέσα στο πλαίσιο της λύσης του Κυπριακού θα πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστή η κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας, και για αυτό θα πρέπει να τερματιστούν αναχρονιστικοί θεσμοί όπως είναι οι συνθήκες εγγυήσεων, επεμβατικών δικαιωμάτων και διατήρηση μόνιμης παρουσίας στρατού. Η γενικότερη προσέγγισή μας στο Κυπριακό εστιάζεται σε δύο βασικά δεδομένα. Πρώτον, εκείνο που πρέπει όλοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να αντιληφθούν σε σχέση με το Κυπριακό είναι ότι η παρούσα κατάσταση πραγμάτων δεν μπορεί να αποτελεί τη λύση του. Η παρούσα κατάσταση είναι αρνητική εξέλιξη για το σύνολο του κυπριακού λαού και εγκυμονεί κινδύνους. Δεύτερον, μετά και την πρόσφατη αποτυχία στο Κραν Μοντανά λόγω των θέσεων της τουρκικής πλευράς, αλλά και του γεγονότος ότι από το 1974 παρήλθαν 44 χρόνια και πολλές πρωτοβουλίες χωρίς αποτέλεσμα, πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια μιας νέας αποτυχίας στο Κυπριακό.
Εχοντας υπόψη αυτά, ξεκάθαρος στόχος μας είναι να συνεχίσουμε την προσπάθεια για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της πατρίδας μας. Κάποιος που έχει ασχοληθεί στοιχειωδώς με την ιστορία των διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού από το 1976, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας προσπάθειας όχι μόνο συζητήθηκε για πρώτη φορά η ουσία του Κυπριακού, αλλά και πρώτη φορά προέκυψαν τέτοια δεδομένα που αναμφίβολα επηρεάζουν θετικά τόσο το περιεχόμενο όσο και τη διαδικασία μιας ενδεχόμενης νέας προσπάθειας.
Ποιες οι προκλήσεις και οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας το αμέσως επόμενο διάστημα;
Πέραν της αντιμετώπισης της τουρκικής συμπεριφοράς, υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι που θα επιδιωχθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, μέσα από την εξωτερική μας πολιτική. Στόχοι που σχετίζονται με τη δράση μας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ΕΕ και θα αποτελούν, αν θέλετε, συνέχεια των όσων έχουν δρομολογηθεί τα τελευταία χρόνια μέσα και από τις κοινές δράσεις και την άριστη συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Να γίνω πιο συγκεκριμένος. Ανάμεσα στις προτεραιότητές μας είναι για παράδειγμα να διευρυνθούν, είτε θεματικά είτε συνολικά, οι Τριμερείς Συνεργασίες που έχουμε συστήσει με την Ελλάδα, με τη συμμετοχή κρατών που έχουμε να αντιμετωπίσουμε κοινές προκλήσεις και μοιραζόμαστε κοινούς στόχους και οράματα. Αυτή η διεύρυνση δύναται να αφορά είτε κράτη-μέλη της ΕΕ είτε γειτονικά κράτη ή ακόμα χώρες του Αραβικού Κόσμου. Ενα τέτοιο μοντέλο συνεργασίας που ήδη εφαρμόζεται είναι η Συνάντηση Κύπρου, Ελλάδας, Ιταλίας, Ισραήλ με τη συμμετοχή και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα Ενέργειας.
Μια άλλη προτεραιότητα είναι να επιχειρηθεί μια άτυπη σύνδεση των Τριμερών Συνεργασιών με τη Σύνοδο των επτά Μεσογειακών Κρατών Μελών της ΕΕ (MED7). Να εργαστούμε δηλαδή προς την κατεύθυνση ad hoc συμμετοχής ενός ή/και περισσοτέρων γειτονικών κρατών σε συναντήσεις των MED7 για συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Ενα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να ήταν η συμμετοχή του Λιβάνου και της Ιορδανίας σε μια ειδική συνάντηση των MED7 για συζήτηση του Προσφυγικού. Είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί εξίσου σημαντικά τον Λίβανο και την Ιορδανία και τα κράτη που συμμετέχουν στο MED7. Ερχομαι τώρα στο Κυπριακό, που η επίλυσή του είναι η σημαντικότερη και υπ’ αριθμόν 1 πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Καταρχήν να σημειώσω ότι τα όσα έχω προαναφέρει για συγκεκριμένες δράσεις μας στην εξωτερική πολιτική, αναπόφευκτα επηρεάζουν και το Κυπριακό. Ακριβώς λόγω του τρόπου που κινηθήκαμε στην εξωτερική μας πολιτική, η Κύπρος σήμερα είναι πυλώνας σταθερότητας, αξιόπιστος και προβλέψιμος εταίρος και παροχέας ασφάλειας σε μια περιοχή αστάθειας και αβεβαιότητας με ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία, τόσο για τους ισχυρούς δρώντες στο διεθνές σύστημα, όσο και για την ΕΕ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεμελιώνουμε και την άποψη ότι μια ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού θα πρέπει να ενισχύει ακόμη περισσότερο τον ρόλο της χώρας μας στην περιοχή, να αναβαθμίζει περαιτέρω τη γεωστρατηγική της σημασία και υπόσταση, χωρίς τις όποιες εξαρτήσεις από τρίτες χώρες. Γίνεται δηλαδή σαφές προς όλους, λαμβάνοντας υπόψη και τις πρόσφατες τουρκικές ενέργειες που βιώνουμε, ότι το επανενωμένο κράτος θα πρέπει να μπορεί να λειτουργεί ομαλά, σε περιβάλλον ασφάλειας και ευημερίας, κατά τρόπο ανεξάρτητο έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί τον απαιτούμενο σταθεροποιητικό παράγοντα σε μια «δύσκολη» αλλά με μεγάλη γεωστρατηγική σημασία περιοχή.