Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρωί, έχει την ηρεμία των ανθρώπων που έχουν απαντήσει στα μεταφυσικά ερωτήματα αλλά και την αγωνία αυτών που ακόμη απασχολούνται από πιο πεζές δοκιμασίες, όπως οι εξεταστικές και το διάβασμα. Ιερωμένοι, φοιτητές, φοιτήτριες στο παγωμένο κτίριο, έξω από τα γραφεία καθηγητών ή στα κινητά. Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (κατά κόσμον Γεώργιος Σαββάτος) βρίσκεται στο γραφείο του λίγο πριν από το μάθημα. Από το παράθυρό του βλέπει ένα μέρος της πυκνής βλάστησης που περιβάλλει το ανατολικό μέρος της Πανεπιστημιούπολης. Πρόσωπο των ημερών, αιφνιδίασε με τη στάση του κατά των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία, τεκμηριώνοντάς την και θεολογικά. Τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, επισκέπτης σε πολλά, με καλές σπουδές και μεταπτυχιακά σε Ρώμη και Στρασβούργο, συγγραφικό έργο, συχνά παρεμβαίνει, και μάλιστα σύμφωνα με μια οπτική, σε πολλά ζητήματα με αρκετά προοδευτικό πρόσημο. Για τον ίδιο, δεν ισχύουν αυτοί οι πεζοί όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρότι όταν μιλάει για το πώς η Ακροδεξιά επιχειρεί να προσεταιριστεί την Εκκλησία ή για τις πρόσφατες αντιδράσεις λιγοστών ζηλωτών για την παράσταση «Jesus Christ Superstar» στο θέατρο Ακροπόλ, ανεβάζει τους τόνους. Με συνεχή ταξίδια Μεσσηνία – Αθήνα, βλέπει πολύ κόσμο, πολλή νεολαία, πολλούς φοιτητές και μας ανοίγει τα χαρτιά του για τη συγκυρία, την Εκκλησία και τον διαχωρισμό από το Κράτος, την Ακροδεξιά, το Περιστέρι όπου μεγάλωσε και την επιστήμη της θεολογίας.
Σεβασμιότατε, γράψατε για τα πρόσφατα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία: «Οταν μάλιστα τα συλλαλητήρια αυτά διοργανώνονται προκειμένου να εξυπηρετούν πρόσωπα και σκοπιμότητες “έξωθεν και έσωθεν”, τότε η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει λόγο συμμετοχής ούτε και τρόπο παρουσίας». Ποια είναι, αλήθεια, τα πρόσωπα και οι σκοπιμότητες;

Εάν σκεφτείτε τι συνέβη στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ή την αξιολογική αντιμετώπιση της Εκκλησίας στο συλλαλητήριο των Αθηνών, θα καταλάβετε ποιες είναι οι σκοπιμότητες των συλλαλητηρίων. Υπό τον μανδύα της ονοματοδοσίας και της χρήσης του ονόματος Μακεδονία προσπαθούν κάποιοι για ιδιοτελείς σκοπούς, κυρίως πολιτικούς και κομματικούς, να αποδείξουν ότι έχουν μαζί τους και την Εκκλησία. Η Εκκλησία όμως δεν μπορεί να ταυτίζεται με κανένα μέρος ή «κόμμα». Είναι και εκφράζει το όλον, την ενότητα και την καθολικότητα.
Δεν αισθάνεστε όμως λίγο μόνος μέσα στον εθνικό παροξυσμό πολλών ιεραρχών με αφορμή τα Σκόπια;

Δεν νομίζω ότι η θέση μου έναντι της ονοματοδοσίας και της χρήσης του ονόματος Μακεδονία είναι αντίθετη από των υπολοίπων αδελφών ιεραρχών. Η Ιερά Σύνοδος με τρόπο ξεκάθαρο και ομόθυμα είπε αυτό το οποίο διαχρονικά εκφράζει η συνείδηση του λαού. Η οποιαδήποτε ονομασία, σύνθετη ή μη, η οποία δηλώνει αμφισβήτηση της ελληνικότητας μιας συγκεκριμένης γεωφυσικής και γεωπολιτικής περιοχής της πατρίδας μας ιστορικά κατοχυρωμένης ή υποκρύπτει αλυτρωτικές διαθέσεις, δεν πρόκειται να βρει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος κανένα υποστηρικτή. Κανένας δεν μπορεί να καπηλεύεται το όνομα της Μακεδονίας για να εξυπηρετηθούν οποιεσδήποτε σκοπιμότητες, πολιτικές, εκκλησιαστικές κ.ά.
Υπάρχει, αλήθεια, κάποια διαιρετική τομή στην Ιεραρχία, τύπου Αριστερά – Δεξιά; Εσείς πώς αισθάνεστε;

Αυτοί οι «προσανατολισμοί», του τύπου Αριστερά – Δεξιά, είναι κοσμικές συμβατικότητες που δεν έχουν θέση και δεν χωρούν στον χώρο της Εκκλησίας και της Ιεραρχίας. Η Ιεραρχία είναι ενωμένη και αυτή την εσωτερική της συνοχή γύρω από το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε κανέναν να τη διαταράξει για οποιονδήποτε λόγο.
Είχατε πει παλαιότερα πως «στα σπλάγχνα της ελληνικής κοινωνίας και της Εκκλησίας εκτρέφουμε ένα θηρίο» και είχατε ξιφουλκήσει ανοιχτά κατά της Χρυσής Αυγής. Στα πρόσφατα συλλαλητήρια η Εκκλησία συμπορεύθηκε με τέτοιες δυνάμεις, ενώ συχνά μητροπολίτες μιλούν για τη Χρυσή Αυγή…

Στην Εκκλησία τα άκρα δεν έχουν θέση γιατί πάντοτε οδηγούν σε διάσπαση και διχασμό και κάθε φορά που εμφανίζονται τέτοιες διχαστικές τάσεις εμφωλεύει ο κίνδυνος της αποδυνάμωσης και της εκμετάλλευσης της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας ομιλούν για τη μεσότητα. Η οποιαδήποτε ταύτιση με τα άκρα είναι μονομέρεια, απομόνωση και πάντοτε καταλήγει επιζήμια για την ταυτότητα και τον χαρακτήρα της Εκκλησίας.
Γίνεται λόγος εδώ και χρόνια για τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Εσείς τι πιστεύετε; Δεν είναι αναγκαίος;

Είναι ένα θέμα που έχει τις ρίζες του στην ίδρυση του ελληνικού κράτους και έχει δημιουργήσει αρκετά πολυδύναμες, πολυσήμαντες και πολυδιάστατες σχέσεις, όχι πάντοτε άριστες και εποικοδομητικές. Ο διαχωρισμός όμως δεν μπορεί να είναι ένα στιγμιαίο γεγονός ή μια απόφαση «εν βρασμώ», και μάλιστα για να εξυπηρετηθεί ένας συγκεκριμένος ιδεολογικός προσανατολισμός. Γι’ αυτό πιστεύω ότι χρειάζεται διάλογος, εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας. Υπενθυμίζω μόνο ότι στη Σουηδία, για έναν ανάλογο διαχωρισμό, ο διάλογος διήρκεσε πάνω από μία δεκαετία!
Πρέπει η Εκκλησία να παρεμβαίνει στα δημόσια ή και πολιτικά δρώμενα; Πρέπει ο ιεράρχης ή οι ιερωμένοι γενικά να κάνουν κήρυγμα ή να μιλούν πολιτικά στον κόσμο;

Ο λόγος της Εκκλησίας είναι πάντοτε δημόσιος και πρέπει να αφορά θέματα που απασχολούν ή δοκιμάζουν το ποίμνιό της, και μάλιστα όταν υπάρχει κίνδυνος αλλοίωσης της ταυτότητας των ανθρώπων, των ανθρωπίνων σχέσεων ή ακόμη και της ίδιας της ιδιοπροσωπίας τους. Ο λόγος της είναι λόγος ποιμαντικός, διδακτικός και κηρυγματικός. Η συσχέτιση του εκκλησιαστικού λόγου προς τον πολιτικό, νομίζω, ούτε εποικοδομητικός καθίσταται και μάλλον εξυπηρετεί τη μερικότητα και όχι την ολότητα.
Με τον μακαριστό Χριστόδουλο είχε επιτευχθεί ένα άνοιγμα στη νεολαία. Σήμερα;

Το έργο κάθε ιεράρχου και του Αρχιεπισκόπου ειδικότερα κατανοείται και προσεγγίζεται όχι με κριτήρια κοσμικής επιρροής ή αποδοχής, αλλά κατά πόσο αποτελεσματικός είναι στη συγκεκριμένη εποχή και για τα συγκεκριμένα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει και στον συγκεκριμένο χώρο και τόπο. Αλλη η εποχή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα προβλήματα της συγκεκριμένης περιόδου. Ούτε ο κάθε αρχιεπίσκοπος ή ιεράρχης πρέπει να γίνεται αντίγραφο του προηγουμένου γιατί τότε θα καταντήσει «κακέκτυπο». Στην Εκκλησία χρησιμοποιούμε έναν όρο για να προσδιορίσουμε τη διακριτικότητα στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων κάθε εποχής, τον όρο «ποιμαντική διάκριση», είναι κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει ο γιατρός ως προς τη θεραπεία. Για την ίδια νόσο δεν δίνει πάντα το ίδιο φάρμακο ούτε και σε όλους ανεξαιρέτως τους ασθενείς.
Είστε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή. Ποιο είναι το σημερινό μεγάλο επίδικο στην επιστήμη της θεολογίας; Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι το ’80 υπήρχε το ρεύμα των «νεοορθοδόξων» που επανεξέτασαν διάφορα ζητήματα Ορθοδοξίας, με αποτέλεσμα την έναρξη ενός διαλόγου που αφορούσε και νέους και αριστερούς, αλλά και όλους.

Πάλι όμως επανέρχεται το θέμα της «ετικέτας». Οταν ανήκεις στην Εκκλησία και εκφράζεις τη θεολογία της, όπως αυτή βιώνεται στην παράδοσή της και εκφράζεται στη λατρεία της, δεν χρειάζεται καμία θεολογία με «ετικέτα» κάποιου συγκεκριμένου προσδιορισμού. Η θεολογία πρέπει να βοηθά την Εκκλησία να «συνειδητοποιήσει» τα προβλήματα κάθε εποχής και να της δίνει τα μέσα (γλώσσα, προβληματισμούς, προτάσεις) για την επίλυσή τους ως μια πρόταση ζωής, άλλως η θεολογία έξω από την Εκκλησία καταντά ιδεολογία, μια ιδεολογία που παραμορφώνει την Αλήθεια του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας.
Πολλές φορές εξαιτίας αυτών των «ετικετών» η θεολογία εγκλωβίστηκε ανυπεράσπιστη σε κάποιους προσδιορισμούς και η Εκκλησία έμεινε τελικά «αθεολόγητη». Σε ένα πλουραλιστικό θρησκευτικό μάλιστα περιβάλλον η Εκκλησία για να επιβιώσει έχει ανάγκη τη θεολογία, χωρίς προσδιορισμούς και «ετικέτες», για να επιτύχει ακριβώς τον εκπολιτισμό του ευαγγελικού μηνύματος και για να εκσυγχρονίσει το λεξιλόγιό της, άλλως θα χάσει το πραγματικό περιεχόμενο του ρόλου της και της σημασίας της. Θα επιβιώσει η Εκκλησία μόνον όταν η θεολογία την κατευθύνει ώστε το περιεχόμενο της πίστης να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από τον σύγχρονο άνθρωπο στο επίπεδο των υπαρξιακών προβλημάτων του, μόνον όταν η Εκκλησία με τη βοήθεια της θεολογίας δημιουργεί πολιτισμό και διαμορφώνει παιδεία. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που ανοίγεται για την Εκκλησία και τη θεολογία ως προς το μέλλον της.
Πώς είναι να είστε μητροπολίτης σε μια γεωγραφική περιοχή όπως η Μεσσηνία, κατά παράδοση συντηρητική;

Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να θέτουμε τέτοιου είδους στεγανά και «ετικέτες» στους ανθρώπους, στη συμπεριφορά τους ή στον τρόπο που σκέφτονται, και μάλιστα με τόσο απόλυτο τρόπο. Αντίθετα, θα έλεγα ότι μέσα στα δέκα και πλέον χρόνια που βρίσκομαι στη Μεσσηνία δεν αντιμετώπισα προβλήματα τέτοιου τύπου. Αυτό το οποίο θεωρώ ότι λειτουργεί θετικά σε μια κοινωνία είναι η ειλικρίνεια των θέσεων σε διάφορα θέματα και των σχέσεων προς τους ανθρώπους και τελικά αυτό αξιολογείται χωρίς καμία άλλη «ετικέτα» ή προσδιορισμό. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι ανήκουμε σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή να χαρακτηρίζουμε την κοινωνία μας ότι είναι μια θεοκρατική κοινωνία ή μη. Αυτά είναι ιδεολογήματα που μπορούν να λέγονται σε άλλους χώρους και για άλλους λόγους, όχι όμως στην Εκκλησία.
Πώς σας διαμόρφωσε ο τόπος γέννησής σας, το Περιστέρι, ως προς τα βιώματά σας και τα παιδικά σας χρόνια και κυρίως ως προς την ιεροσύνη σας;

Καταρχήν το Περιστέρι ήταν και είναι μια περιοχή τίμιων εργαζόμενων κατοίκων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είτε ήσαν πρόσφυγες από τα μέρη της Μικράς Ασίας είτε από άλλα μέρη της πατρίδας μας. Αυτά που χαρακτηρίζουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων αυτών είναι η εργατικότητα, η τιμιότητα, η ειλικρίνεια, η απλότητα και η συμπαράσταση του ενός στα προβλήματα και στις δοκιμασίες των άλλων. Με αυτές τις οικογενειακές αρχές μεγαλώσαμε όλα τα παιδιά της περιοχής και με αυτά τα δεδομένα βγήκαμε στον στίβο της ζωής. Επιπλέον, ολόκληρη η ζωή των μικρασιατών προσφύγων είχε και ένα άλλο χαρακτηριστικό, την άμεση σχέση και αναφορά με την εκκλησιαστική ζωή. Η Εκκλησία της ενορίας των Ταξιαρχών ήταν πάντα γεμάτη με παιδιά, τα οποία είχαν μια ευσέβεια, μια ευλάβεια και έναν σεβασμό στην Εκκλησία και στις παραδόσεις του λαού μας. Φαίνεται, μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον και με βάση αυτές τις αρχές και αξίες άρχισε να αναπτύσσεται και η κλίση μου προς την ιεροσύνη, αλλά χρονικά αυτό είναι απροσδιόριστο.