Δεν παίρνω κι όρκο, έχω όμως την εντύπωση ότι έχει αρχίσει να κόβει η μαγιονέζα στα πλήθη που συνηθίσαμε να τα λέμε «συριζαίους» ενώ, κατά βάθος, άνθρωποι είναι κι αυτοί. Και δεν το συμπεραίνω μόνον από την βαριεστημένη στάση τους στην τελευταία ολομέλεια της Βουλής. Εκεί που παλιά θ’ άχνιζαν οι μοκέτες και τα έδρανα θα κοπανιόντουσαν από μόνα τους, τώρα μόνον χαμηλωμένα κεφάλια και άκρα του τάφου σιωπή. Τόσο άκρα ώστε να ακουστεί πεντακάθαρα το «άει στο διάολο» της προέδρου, που μεταξύ μας, το είπε μέσα από τα δόντια της. Αυτό είναι, την πατήσαμε, σκέφτηκα. Τώρα θα τους ακούμε ακόμα κι όταν μιλάνε με τον εαυτό τους. Σ’ αυτούς ειδικά τους εσωτερικούς μονολόγους και τι δεν θα ‘δινα να είμαι μια απλή πρακτικογράφος, ξύσμα πες από το μολύβι της, και δεν αναφέρομαι απαραιτήτως σε βουλευτές. Με νοιάζουν προπάντων οι παλιοί πολιτικοί συνομιλητές μου κι οι φίλοι μου που τόσο εύκολα παραίτησα και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα, από νοσηρή περιέργεια. Να δω. Πώς τα περνάνε τώρα που είναι υποχρεωμένοι να κομπλιμεντάρουν τη Θεανώ Φωτίου, την Αυλωνίτου και τον Κωνσταντινέα (τυχαία τα παραδείγματα), κι αν κάποτε θα ξανάρθουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθουν και συμπόνια θα ζητούν μετανιωμένοι αλλά εγώ θα τους πω: πριτς!
Είμαστε λίγοι για να ‘χουμε τέτοιο δικαίωμα. Αρκετοί όμως για να παρατηρήσουμε ότι κάνα εξάμηνο τώρα, το άλκιμο εκλογικό σώμα των συριζαίων παρουσιάζει σημάδια κοπώσεως, πολλοί μάλιστα έχουν περιορίσει την αλαζονεία κι αναζητούν άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε τα οποία, εγώ προσωπικώς τα έχω σε πρώτη ζήτηση αλλά για εντελώς δικούς μου λόγους. Από περιέργεια. Να δω. Πώς την κουμαντάρουν την τόση κατρακύλα, εκεί που ήταν συνηθισμένοι στον Αλτουσέρ τους, στον Πουλαντζά, τον Καστοριάδη και τον Γκράμσι τους, στα γαλλικά και το πιάνο τους; Βαριά η καλογερική αλλά η συριζαϊκή, ακόμη βαρύτερη. Οταν παρέλθει το ευφορικό πρώτο διάστημα της «φωτίσεως», σου ‘ρχεται να ξυριστείς και να το πετάξεις πέρα το κομποσκοίνι και το ράσο. Γιατί ο τσαμπουκάς του Πολάκη ξεθώριασε πια και του Τσίπρα η καινουργίλα πάλιωσε το σακάκι μου θα σβήσω απ’ το μεράκι μου. Μα τώρα που ρεστάρισα κ.λπ. κ.λπ. Στίχοι μουσική, Βασίλης Τσιτσάνης.