Για τους περισσότερους από εμάς, για τους ανθρώπους της στεριάς, ο φάρος είναι ένα γραφικό κτίσμα στην άκρη της θάλασσας. Συμβολικά, ο «οδηγός» στην πορεία της ζωής, όπως, στην πραγματικότητα, οδηγεί την πορεία των καραβιών. Οι πιο ποιητικοί τού δίνουν μια μυστηριακή διάσταση που έχει να κάνει με τη μοναχικότητα. Και για αρκετούς λογοτέχνες είναι η αφορμή, το σκηνικό μέσα στο οποίο αυτός, που τυχαία ή κατ’ επιλογή γίνεται ένας είδος απελάτη της οργανωμένης κοινωνίας, έρχεται αντιμέτωπος με τους εσωτερικούς του δαίμονες –η πιο οδυνηρή σύγκρουση στην περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής. Ενα πρόσφατο σχετικό παράδειγμα, ο «Φάρος» του Κόνορ Μακφέρσον που, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, σπάει ταμεία στο θέατρο Αθηνών.
Κάπου εδώ όμως θα με συγχωρέσετε γιατί εγώ είμαι νησιώτισσα, η λέξη «φάρος» μία από τις πρώτες που στρογγυλοκάθησαν στο παιδικό μου λεξιλόγιο ενώ έχω μεγαλώσει με τις ιστορίες που έλεγαν οι καπετάνιοι θείοι μου για τρικυμίες δώδεκα μποφόρ, ναυάγια και «φίδια της θάλασσας» γύρω από φάρους με εξωτικά ονόματα. Γιατί οι φάροι στα πέλαγα (και τα πέρατα) του κόσμου είναι η κοινή αναφορά του έθνους των ναυτικών. Τα άτυπα «εθνικά μνημεία» της κοινής, υδάτινης πατρίδας τους. Και δεν ξέρω τι γίνεται αλλού, νομίζω όμως πως οι ιστορικοί φάροι της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι υπό την προστασία της UNESCO.
Πέρα από αυτό όμως είναι και η προσωπική μου μυθολογία. Εκείνα τα βραδινά μπάνια με το γύρισμα από το φανάρι του φάρου να μετράει στα σώματά μας τους πρώτους, φοβισμένους εφηβικούς πόθους. Το «Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια, ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη» από το «Αξιον εστί» του Ελύτη. Οι ιστορίες για αλλοπαρμένους φαροφύλακες. Και αυτή η παράξενη συνθήκη που συνδέει την απομόνωση στην οποία παραπέμπει ένας φάρος με τη σοφία που συνεπάγεται ένας οδηγός ζωής.