«Περνάγαμε ωραία/μ’ εκείνη την παρέα/ταξίδια με γιατρούς, καθηγητές. Λαδώναμε τους πάντες/μας άδειαζαν τις τσάντες/ΜΜΕ, υπουργοί και βουλευτές. Ουσίες, λεφτά και οινοπνεύματα/τις μίζες δεν χορταίνανε/τσέπωναν και τα κέρματα. Τα χρόνια τα μοιραία/τα φάγανε παρέα/σύμβουλοι, πολιτικοί, καθηγητές. Κι αφού ακόμα ζούμε/σαν μάρτυρες θα πούμε/όλη την αλήθεια στις αρχές»
Ετσι ξεκινάει την επιστολή του ο μάρτυρας της Novartis που υπογράφει ως «Κουκουλοφόρος Β’» και την διαβάσαμε στο News247. Αξιοπρόσεκτη εδώ η χρήση πρώτου πληθυντικού: περνάγαΜΕ (ωραία) λαδώναΜΕ (τους πάντες). Αλλωστε το υπόλοιπο της επιστολής το επιβεβαιώνει, καθώς ξετυλίγει το joie de vivre μιας εταιρείας που χόρευε μάμπο Χιώτης πάνω στις πλάτες μας.
«Μου πήρε επτά περίπου χρόνια να καταλάβω ότι ανήκα σε μια μοναδική κατηγορία Ελλήνων. Σε εκείνους που, τινάζοντας τα ασφαλιστικά ταμεία στον αέρα, περισσότερο ακόμη και από το PSI, καταφέραμε να ληστέψουμε τρεις ολόκληρες γενιές. Και το κάναμε με τόσο ζήλο και τόσο συνειδητά, που η κανονικότητα μας έφερνε αναγούλα και την ξορκίζαμε σα να ήταν ο χειρότερος εφιάλτης μας. Αρνούμασταν να πιστέψουμε ότι υπήρχε ζωή χωρίς μισθάρες, μπόνους, εταιρικά αυτοκίνητα, τζάμπα ιδιωτικές ασφάλειες, ταξίδια, γκόμενες και διασκέδαση. Και όλα αυτά, με τα πελατάκια μας, γιατρούς, καθηγητές, πολιτικούς, και άλλους αξιωματούχους, να μας βαράνε παλαμάκια, τις μέρες στα συνέδρια και τις νύχτες στα κλαμπ και τα μπουζουκτσίδικα».
Λογικά, ο Κουκουλοφόρος Β’ όταν προσελήφθη απ’ την φαρμακοβιομηχανία, ήταν 5χρονο κι είχε το ακαταλόγιστο. Δεν ήταν ενήλικος που μια χαρά μπορούσε να σταθμίσει την αξιακή βαρύτητα των πράξεών του. Ηταν επίσης συνειδητά λαμόγιο, μόνος του το λέει. «Ενα λαμόγιο που, αφού πρώτα έφαγα, ήπια, γλέντησα και κονόμησα, υπονομεύοντας τη ζωή και το μέλλον ακόμη και της ίδιας μου της οικογένειας».
Συνεπώς δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να λαδώσει, να εκβιάσει, να κλέψει, να δράσει παράνομα προκειμένου να εξασφαλίσει «μισθάρες, μπόνους, εταιρικά αυτοκίνητα, τζάμπα ιδιωτικές ασφάλειες, ταξίδια, γκόμενες και διασκέδαση».
Κι ύστερα κι ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα γιατί μπήκαμε στην κρίση. Η Novartis κόπηκαν τα πολλά πολλά. Δαπάνες, ταξιδάκια, γκόμενες. Κάπου εκεί…
“Κάπου εκεί λοιπόν ξεκίνησαν οι πρώτοι εκβιασμοί. Τα παίρνεις χοντρά τόσα χρόνια ρε π… ιατρέ , τώρα θα γράψεις λίγο και για μένα. Για να μείνω στη δουλειά».
Μισό βήμα πριν τον απολύσουν –κι ενώ ένιωσε πως κινδυνεύει, λέει, η ζωή του –ξαφνικά παθαίνει ένα έντονο αλλεργικό σοκ από τις τύψεις που τον κατακλύζουν:
«Σε μια μόνο στιγμή είδα μέσα μου όλα όσα δεν είχα καταφέρει να δω επί επτά ολόκληρα χρόνια. Είδα τη μάνα και τον πατέρα μου, να με κοιτάνε απορημένοι με ένα μεγάλο ερωτηματικό ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, που ζητούσε σαστισμένο να καταλάβει σε τι έφταιξαν και τους τιμώρησα, ληστεύοντας, μαζί με την υπόλοιπη συμμορία της Novartis, το ταμείο που τους πλήρωνε τις συντάξεις, τους γιατρούς, τα νοσοκομεία και τα φάρμακα».
Εφτά χρόνια που περνούσε ζωή και κότα, δεν θυμήθηκε πατέρα και μάνα, τώρα τον έπιασε ο πόνος. Τώρα που τον πέταγαν σαν τρίχα απ’ το ζυμάρι. Τότε θυμήθηκε αλήθειες, δικαιοσύνες, πατρίδες την Ελλάδα ρε γαμώτο κι όλα αυτά τα μεγαλόπνοα.
Αυτός είναι ο Κουκουλοφόρος Β’. Αυτό είναι το ήθος του. Ενας ακέραιος κι ασυμβίβαστος άνθρωπος που καταθέτει για όλους και για όλα για να σώσει το «θλιβερό του το σαρκίο». Τόσο αξιόπιστος που οφείλουμε να τον πάρουμε εντελώς στα σοβαρά: αφού το είπε ο Κουκουλοφόρος Β’ μιλάμε είναι θέσφατο.
Τελικά διαπιστώνουμε πως ο ένοχος ένοχον μια χαρά ποιεί. Κι αυτό μερικούς δεν τους απασχολεί καθόλου.
ΥΓ: Μην ξαναλέμε τα ίδια. Σκάνδαλο υπάρχει κι είναι και θηριώδες, ζωή να ‘χει. Αλλά να βρουν επιτέλους αυτούς που ευθύνονται. Οχι αυτούς που γουστάρουν ορισμένοι να ευθύνονται.