Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής
Διαβάστε Επίσης
Θρύψαλα και πολιορκίες
Υπάρχει πράγματι βαθιά διχοτόμηση στη χώρα; Η συζήτηση στη Βουλή για το σκάνδαλο εικονογράφησε (ακόμα μια φορά) το βαθύ χάσμα, τα μέτωπα, τη συχνά απαράδεκτη κοινοβουλευτική γλώσσα. Εντούτοις, η επιθετικότητα και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα δεν περιέχουν, ούτε ενσωματώνουν τα πραγματικά ρήγματα που διατρέχουν το πολιτικό και πολιτισμικό υπόστρωμα της χώρας.
Η Βουλή δεν είναι μικρογραφία της κοινωνίας αλλά η μακέτα της. Ενα αντίγραφο απλουστευτικό και περιληπτικό, που δεν μπορεί να συμπυκνώσει τις κοινωνικές αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, τις κοινωνικές συνομαδώσεις. Η Βουλή είναι παράσταση της πραγματικότητας. Το ρήγμα, λοιπόν, στον πραγματικό, εξωκοινοβουλευτικό κόσμο δεν είναι μια αυλακιά, δεν έχει μόνο δυο όχθες. Το «ρήγμα» είναι ένα κοινωνικό κομμάτιασμα. Θρύψαλα. Η παραδοσιακή κομματική χωροταξία έχει διαλυθεί, όχι γιατί ήρθησαν οι «ταξικές» διαιρέσεις, αλλά γιατί έχουν διαμορφωθεί πάμπολλα συμβολικά κελύφη που την εξαερώνουν.
Οι παραδοσιακές κομματικές επικράτειες χάνονται μέσα στις μεταμφιέσεις, τις ιδιολέκτους, τις εκδοχές. Σ’ αυτή την κατάσταση θραύσματος η οποία κυριαρχεί ούτε πολιτική κριτική μπορεί να αρθρωθεί, ούτε ιδεολογική σύγκρουση, αφού δεν μπορούν να συντεθούν στοιχειώδεις ηθικές και νοηματικές παραδοχές. Ο καθένας καταλαβαίνει και εκφωνεί το καημό του. Μια αποκεντρωμένη, διάσπαρτη πολυσύγκρουση.
Η Βουλή γίνεται το εύκολο δοχείο που μπορεί ο καθένας να εγγράψει τη γενική πολεμική του. Περικυκλώνεται στην απαξίωση. Ενα ενδιαφέρον παρεπόμενο φαινόμενο το οποίο αναδύεται είναι και ένας πιο ευκρινής, πιο συνεχής, ίσως πιο συστηματικός, μιντιακός αντικοινοβουλευτισμός. «Τέτοιο είναι το πολιτικό προσωπικό, αυτά μπορεί». Καιάδας. Ο μιντιακός αντικοινοβουλευτισμός είναι πιο λόγιος απ’ τον «φεϊσμπουκικό» κατακλυσμό, στέφει αυτό που συμβαίνει, υπόγεια, στην κοινωνία. Εν δυνάμει νόμος του Λιντς. Θρίαμβος του μέρους, κατίσχυση όχι μιας μειοψηφίας, αλλά της μόδας, της κουλτούρας μειοψηφίας: Μια εκλεκτή ετερότητα (η παραμορφωμένη και φτωχή εκδοχή της ιδεολογίας της πρωτοπορίας) εγκαθίσταται στην κοινωνία, ορίζει τους αισθητικούς και πολιτικούς κώδικες, τα πρωτόκολλα κ.λπ.
Ως αντίδραση στον λαϊκισμό αναδύεται ένα είδος σεχταρισμού. Από τη συλλογικότητα μεταβαίνουμε σε μια εγωιστική επίκλησή της. Απ’ τις μάζες που πρέπει να εκφραστούν περνάμε στις σέχτες που πρέπει να κατισχύσουν. Ο νεοφασισμός είναι η εδραία κατάσταση. Αποσυντίθενται οι κοινωνικοί πυρήνες, οι συνδέσεις, τα εργαλεία εποπτείας, εξορίζεται η μετοχή. Στην κοινωνία. Στην κοινοβουλευτική συζήτηση για το σκάνδαλο απλώθηκαν μια σειρά από εκφραστικά ιδιώματα: Ο ένας ήταν κουτσαβακικός, ο άλλος θεσμικός, ο άλλος συγκινητικός, ο άλλος τραμπούκος, ο άλλος υπερεπιθετικός, ο άλλος παγωμένος ορθολογιστής, ο άλλος αποκαλυπτικός, ο άλλος παθιασμένος, ο άλλος αληθινός. Ολοι οι χαρακτήρες εκφράστηκαν. Στο επίδικο, ο λόγος ήταν ηττοπαθής, λόγος υπεκφυγών, στρεψόδικος, μανιασμένος, φοβισμένος, θερμός, ευθύς. Ανάλογα. Τι μένει;
Ο Γιάννης Κάτρης, στο παλαιό και εμβληματικό του έργο «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», κάνει μια οξυδερκή ερμηνεία των πρόδρομων φαινομένων της επτάχρονης δικτατορίας. Γραμμένο απ’ την πολιτική σκοπιά της Κεντροαριστεράς, διατηρεί κάποιους υποκειμενισμούς αλλά διαθέτει πολιτική ύλη και βιωματική ποιότητα. Εκείνο όμως που νομίζω αντέχει πιο πολύ είναι το ευρύ επίμετρο με τη μαρτυρία μιας απίστευτα βασανισμένης απ’ τη χούντα γυναίκας. Αντέχει, διδάσκει και υποδεικνύει.