Μοιάζει σχεδόν οξύμωρο: στη συνεδρίαση της Βουλής όπου αντικείμενο της συζήτησης ήταν κατεξοχήν η διαφθορά, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε όσο ποτέ άλλοτε αδύναμος στο βήμα. Μοιάζει αλλά δεν είναι. Γιατί όσο εύκολο είναι να εκτοξεύει κανείς ατάκες στον ρόλο του απηνούς διώκτη των διεφθαρμένων, σαν ένας αρχάγγελος της κάθαρσης που βλέπει παντού γύρω του αργυρώνητους δαίμονες, άλλο τόσο δύσκολο είναι να «δένει» κατηγορητήρια με στοιχεία.
Εδώ δεν αρκεί η ατάκα. Και το σύνθημα δεν μπορεί παρά να ακουστεί σαν τίποτε παραπάνω από έναν υπόκωφο, ανεπαίσθητο θόρυβο. Είναι κάτι που εξηγεί γιατί οι κατηγορούμενοι έγιναν τόσο εύκολα κατήγοροι. Και γιατί η συνεδρίαση συμβολοποιήθηκε σε ένα τόσο έντονο κοντράστ. Στα δάκρυα του Παναγιώτη Πικραμμένου από τη μία. Και από την άλλη, στα γέλια του Πολάκη, στο κομπολόι του Τσίπρα, στο «άι στο διάολο» της Τασίας Χριστοδουλοπούλου.
Και τώρα τι; Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη συνέχεια. Η συνεδρίαση της ολομέλειας δεν ήταν παρά το πρελούδιο των συνεδριάσεων της προανακριτικής. Εκεί όπου οι κατήγοροι, χωρίς γέλια, κομπολόγια και ύβρεις, θα μοιάζουν όλο και περισσότερο με απολογούμενους. Και όπου, ακόμη χειρότερα, ένα υπαρκτό σκάνδαλο στον χώρο της Υγείας, θα μοιάζει όλο και λιγότερο με σκάνδαλο μέχρι που θα ξεθωριάσει εντελώς για να μείνει στην ιστορία ως πολιτική σκευωρία.
Το σκηνικό ωστόσο δεν έχει νικητές και χαμένους. Έχει μόνο χαμένους. Εχει ένα πολιτικό σύστημα που έκανε τα πάντα για να προστατεύσει τον εαυτό του με τους νόμους περί ευθύνης υπουργών. Αλλά του είναι αδύνατον να σταματήσει να τρώει τις σάρκες του.