Ηταν αλλιώτικα εκείνα τα χρόνια, δεν ξέρω πώς να το πω. Ημασταν νεότεροι, φυσικά, έχει τη σημασία του. Πιο ξένοιαστοι, πιο ασφαλείς, λιγότερο φοβισμένοι. Ή λιγότερο υποψιασμένοι. Είχαμε περισσότερες σταθερές στη ζωή μας. Είχαμε κι έναν διευθυντή ανεπανάληπτο. Ικανοί ήταν κι αυτοί που ακολούθησαν, δεν λέω, αλλά ο Καραπαναγιώτης έπαιζε σε άλλη πίστα.
Μπορεί να ήταν τα χρόνια της αθωότητας, που λέει η Λεονί. Κι ο πιο τρυφερός, ο πιο εύθραυστος, αλλά και ο πιο αυτοκαταστροφικός απ’ όλους, ήταν ο «Τζαθούλης».
Την ίδια χρονιά προσλήφθηκαν οι δυο τους στα «ΝΕΑ», το 1983. Ελεύθερο έκαναν κι οι δύο, μαζί με τον Κακαουνάκη, τον Χαρδαβέλλα, τον Λιάνη, τον Δημαρά. Κι όταν τελείωναν τη δουλειά, πήγαιναν όλοι μαζί στα μπαρ. «Ξέρω, θα μιλήσεις για ιδρυματισμό, αλλά για μας ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό», θυμάται η Λεονί. «Κάναμε φιλίες πιο εύκολα τότε, φιλίες που διαρκούν ακόμα. Ξέραμε ο ένας τα προσωπικά του άλλου».
Γεννημένος το 1958, ο Δημήτρης κουβαλούσε βαριά κληρονομιά. Πατέρας του ήταν ο Ηρακλής Τζάθας, ονομαστός καπετάνιος του ΕΛΑΣ και ένας άνθρωπος που ταλαιπωρήθηκε από εξορίες, διώξεις και απειλές μέχρι τη Μεταπολίτευση (Γεντί Κουλέ, Αβέρωφ, Βούρλα, Μακρόνησος, Λακκί). Αρχισυντάκτης μετά για χρόνια στα «ΝΕΑ». Εκείνος έπεισε τον Δημήτρη να αφήσει τη βιολογία που του άρεσε και να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Πόσο επηρέασε τον γιο η προσωπικότητα του πατέρα; Να συνέβαλε άραγε σε έναν μηδενισμό, μια παραίτηση που τον χαρακτήριζε;
Μπορεί πάλι να μην ήταν παραίτηση. Αλλά μια απουσία φιλοδοξιών και ανταγωνιστικότητας. Δεν είμαι σίγουρος, δεν τον ήξερα τόσο καλά. Ο Νίκος, που συνεργάστηκε σε πολλά ρεπορτάζ μαζί του, διηγείται πως είχαν πάει το 1996 σε μια αποστολή στο Κάιρο, ισλαμιστές τρομοκράτες είχαν επιτεθεί σε έλληνες τουρίστες, ο ένας λοιπόν συγκέντρωνε πληροφορίες κι ο άλλος μιλούσε με επιζήσαντες. Υστερα κάθησαν στο ξενοδοχείο και μοίρασαν αυτά που είχαν ώστε να στείλουν δύο κομμάτια στην εφημερίδα. Τον Δημήτρη, που είχε μαζέψει τις μαρτυρίες, δεν τον ένοιαζε να υπογράψει το πιο δυνατό κείμενο, ώστε να αναδειχθεί. Ηθελε να είναι εντάξει με τον συνάδελφό του. Και στη συνέχεια να πάνε για μπίρες.
Ολοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του έχουν να το λένε: ήταν ένας ικανός και ακέραιος ρεπόρτερ. Σπουδαίο χειρόγραφο. Και πολύ γρήγορος. Πολυβόλο. Ιδανικός για να φέρεις σε πέρας ένα βιαστικό ρεπορτάζ. «Αυτό που κατάλαβα από τον Δημήτρη», λέει ο Λεωνίδας, «είναι η σημασία τού να είσαι νηφάλιος όταν θέλεις να ασκείς αυτό το επάγγελμα, αλλά το ακριβώς αντίθετο όταν θέλεις να ρουφήξεις τη ζωή που σου απομένει».
Το 1999 πήγε απεσταλμένος των «ΝΕΩΝ» στη Γιουγκοσλαβία, τιμήθηκε μάλιστα για τις ανταποκρίσεις του από τον τότε δήμαρχο Αθηναίων. Δεν ήταν αντικειμενικός, παρουσίαζε μονόπλευρα τη σερβική πλευρά, αλλά το ίδιο έκαναν τότε όλοι οι απεσταλμένοι των ελληνικών μέσων, η Ελλάδα ήταν ερωτευμένη με τον Μιλόσεβιτς, πώς να το κάνουμε. Μου αρέσουν πολύ περισσότερο κομμάτια όπως εκείνο το δισέλιδο για τον Βλάση Μπονάτσο με τίτλο «Ο απρόβλεπτος αγαπησιάρης», που δημοσιεύτηκε στις 16/3/1996. Του πήγαιναν πιο πολύ αυτά τα θέματα, είναι προφανές. Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο Μπότση. Κοστούμι, γραβάτα κι έτσι. Αλλά τι τον ένοιαζαν τον Τζάθα τα βραβεία;
Μετά το ελεύθερο, ασχολήθηκε λίγο με το πολιτικό, κυρίως τις κομματικές νεολαίες. Αλλά δεν του άρεσε να τον φωνάζει ο αρχισυντάκτης και να του αναθέτει θέματα.Ηθελε την ανεξαρτησία του.Και την ησυχία του. Και τον ελεύθερο χρόνο του. «Σε πέντε λεπτά γυρίζω», έλεγε, και χανόταν για ώρες. Ολοι ήξεραν βέβαια πού ήταν. Κι όλοι τον κάλυπταν, έστω κι αν έπεφτε στις πλάτες τους το δικό του ρεπορτάζ.
Οι νύχτες του ήταν πιο όμορφες από τις μέρες μας, που θα έλεγε κι η Ραφαέλ Μπιγιεντού. Ο Μηνάς, με τον οποίο ήταν συμμαθητές και έκαναν πλάκες μαζί στη Φωκίωνος Νέγρη, θυμάται ένα πάρτι ρεφενέ που έκαναν τέσσερις φίλοι. Ο Δημήτρης κι εκείνος φρόντιζαν τη μουσική, τα κορίτσια έμπαιναν το ένα μετά το άλλο, με τα μάτια ξεχώριζαν εκείνοι με ποιαν ήθελαν να χορέψουν και αναλόγως επέλεγαν τη μουσική. «Ο φόβος μας ήταν ένας: τι θα γίνει αν οι προτιμήσεις μας ταυτιστούν; Ενα βράδυ που είχα αρχίσει να χορεύω ένα μπλουζ του Κριστόφ με την πριγκίπισσα της βραδιάς, ο Δημήτρης ξαφνικά άλλαξε δίσκο κι άρχισε να παίζει ένα καρεκλάδικο χορευτικό των Μπόνεϊ Μ. Ξενερώσαμε και καθήσαμε κάτω. Τα είχε καταφέρει».
Στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ ο Δημήτρης βρήκε την ελευθερία που ζητούσε. Και τον Γιάννη Ε. Διακογιάννη, με τον οποίο έγιναν κολλητοί. Ο συντηρητικός Γιάννης και ο αντισυμβατικός Δημήτρης. Τι πλάκες τού έκανε γι’ αυτό το «Ε»! Την απώλειά του δεν την ξεπέρασε ποτέ. Υστερα έχασε και τον αδελφό του. Από τότε άρχισε να πέφτει, να δραπετεύει όλο και περισσότερο. Να λιώνει. Το 2013 αποχώρησε από «ΤΑ ΝΕΑ». Με «εθελούσια», που μπορεί και να μην ήταν τόσο εθελούσια. Ανοιξε ένα μπαρ στη Σαντορίνη, ύστερα ένα μικροσκοπικό μπαρ στη Λέκκα, το ονόμασε Huge. Δεν περπάτησαν. Εφτιαξε με απολυμένους συναδέλφους της «Ελευθεροτυπίας» ένα σάιτ. Δεν έπιασε.
Ο άξονας πάνω στον οποίο ακροβατούσε από μικρός άρχισε να γέρνει. Μια παλιά αρρώστια επανήλθε, το ανοσοποιητικό του σύστημα ήταν αδυνατισμένο. Τον συναντούσες καμιά φορά στο κέντρο κι ύστερα τον έχανες. Ζούσε διαφορετικά το κέντρο από τους άλλους, λέει ο Τάκης. «Αντισυμβατικά και αυτοκαταστροφικά. Ισως ήταν ο δικός μας φύλακας στη σίκαλη».
Η κηδεία θα γίνει την Τρίτη το μεσημέρι, στην Καισαριανή. Για πρώτη δόση μαζευτήκαμε προχθές το βράδυ στο αγαπημένο του Galaxy. Καλαμπούρια, ιστορίες και αλκοόλ. Οπως θα του άρεσε.