Υπερτιμολογήσεις, κατευθυνόμενη συνταγογράφηση, ευνοϊκή αλλά και άκριτη εισαγωγή καινοτόμων (συνεπώς πανάκριβων) φαρμάκων στη θετική λίστα, απουσία ελεγκτικού μηχανισμού: αυτά είναι μόνο μερικά από τα κατηγορώ της κυβέρνησης αναφορικά με το σκάνδαλο Novartis, κουνώντας το δάχτυλο στην αξιωματική αντιπολίτευση για όσα δεν έκανε, αλλά και για όσα… έκανε, με αποτέλεσμα τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος.
Την περασμένη Τετάρτη, τόσο ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός όσο και ο αναπληρωτής υπουργός Παύλος Πολάκης επιχείρησαν από το βήμα της Βουλής να αναδείξουν το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Σε αυτό το διχαστικό πλαίσιο έφεραν στο φως στοιχεία για το… αμαρτωλό παρελθόν, υπεραμυνόμενοι παράλληλα της πολιτικής που εκείνοι έχουν χαράξει.
Εντούτοις, τα στοιχεία αναφορικά με την αγορά φαρμάκου στη χώρα μας τα τελευταία τρία χρόνια λένε μια ιστορία που μπορεί να μην ταυτίζεται με οικονομικά σκάνδαλα, σε αυτήν όμως φαίνεται να πρωταγωνιστεί η «σκανδαλώδης αδράνεια», όπως τονίζουν άνθρωποι του χώρου.
Το 2009 αποτελεί έτος – ορόσημο, καθώς η φαρμακευτική δαπάνη συντέλεσε σημαντικά στον έπειτα δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Δεν πρόκειται ωστόσο για αποκάλυψη καθώς έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν ακολουθήσει δεκάδες αναλύσεις για το πώς η δημόσια δαπάνη από τα 2,4 δισ. ευρώ το 2004 εκτινάχθηκε το 2009 στα 5,28 δισ. ευρώ.
Εν έτει 2018, η κατάσταση δεν φαίνεται να έχει αλλάξει δραματικά. Οπως αποκαλύπτουν άνθρωποι του χώρου, η δημόσια δαπάνη σήμερα έχει διαμορφωθεί στα 4 δισ. ευρώ. Πώς; Ο ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με τον κλειστό προϋπολογισμό που ακολουθεί, δαπανά ετησίως περί τα 2 δισ. ευρώ για τη φαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων.
Εκτροχιασμός
Παρά ταύτα, εξαιτίας του συνεχούς εκτροχιασμού της, η φαρμακοβιομηχανία καλείται να επιστρέψει μέσω του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής λόγω υπέρβασης (clawback) περί το 1 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η συμπίεση των δημόσιων πόρων μεταφέρθηκε ως επιβάρυνση των πολιτών, καθώς η συμμετοχή των ασφαλισμένων έχει σκαρφαλώσει επίσης στο 1 δισ. ευρώ.
Η ολοένα αυξανόμενη ιδιωτική δαπάνη των ασφαλισμένων στο κατά τα άλλα δημόσιο σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης αποτελεί σκιά που αμαυρώνει και τη σημερινή πολιτική στον χώρο της υγείας.
Ειδικότερα, το 2012 διαμορφώνεται στο 15,72%, ενώ το 2014 εκτοξεύεται στα 26,49 ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς. Το 2015 η νέα κυβέρνηση, διά στόματος του τότε αναπληρωτή υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού, επιμένει ότι το σύστημα όπως έχει διαμορφωθεί είναι στρεβλό και συνεπώς άδικο για τους πολίτες, εξαγγέλλοντας δέσμη μέτρων που θα οδηγήσουν μεταξύ άλλων (και) στη μείωση της συμμετοχής.
Αντ’ αυτού, η ιδιωτική δαπάνη των ασφαλισμένων όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα δεν έχει προηγούμενο: πιο συγκεκριμένα, έχει σκαρφαλώσει στο 30%, με παράγοντες του χώρου να επισημαίνουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνει και αυτό το ποσοστό.
Ειδικότερα, οι ασφαλισμένοι για την εκτέλεση της ιατρικής συνταγής σε ιδιωτικό φαρμακείο πληρώνουν συμμετοχή στην αγορά φαρμάκων που ανέρχεται σε ποσοστό 25% (εκτός συγκεκριμένων παθήσεων για τις οποίες η συμμετοχή είναι ακόμη και μηδενική) επί της διατιμημένης αξίας του φαρμάκου. Στην περίπτωση όμως που ο ασθενής επιλέξει φάρμακο με λιανική τιμή υψηλότερη από την τιμή αποζημίωσης, τότε καλύπτει εκτός από την προβλεπόμενη θεσμοθετημένη συμμετοχή και το σύνολο της διαφοράς μεταξύ της τιμής αποζημίωσης και της λιανικής τιμής.
Ρεκόρ συνταγογράφησης
Εν τω μεταξύ, ο συνταγογραφικός πυρετός, αντί να πέφτει, φαίνεται να ανεβαίνει στα χρόνια της κρίσης. Το 2011 οι γιατροί έγραψαν συνολικά 57 εκατομμύρια συνταγές, το 2016 το αντίστοιχο νούμερο έφτασε τα 72 εκατομμύρια, ενώ κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι η προηγούμενη χρονιά έκλεισε με τουλάχιστον 75 εκατομμύρια συνταγές.
Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο αριθμός των συσκευασιών που διακινήθηκαν στη χώρα μας το 2016 –εντός και εκτός νοσοκομείων –συναγωνίζεται αυτόν του 2009.
Πιο συγκεκριμένα, τα νοσοκομεία της χώρας τροφοδοτήθηκαν το 2009 με 96 εκατομμύρια συσκευασίες από τη φαρμακοβιομηχανία για τις ανάγκες των ασθενών τους, με τη δημόσια δαπάνη να ξεπερνά τα 1,4 δισ. ευρώ. Το 2016 οι συσκευασίες σκαρφάλωσαν και πάλι στα 94 εκατομμύρια (δαπάνη 1,7 δισ. ευρώ), όταν το 2014 η χρονιά είχε κλείσει με 80 εκατομμύρια συσκευασίες.
Ιδια πορεία καταγράφεται και στις πωλήσεις από εταιρείες προς φαρμακεία και φαρμακαποθήκες. Ειδικότερα –και σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ) -, οι πωλήσεις σε αξίες ακολουθούν πτωτική τάση κατά το διάστημα 2010-2014 σε σχέση με το 2009, όχι όμως τη διετία 2015 (5,6 δισ.) και 2016 (5,8 δισ.).
Αποτυχία με τα γενόσημα
Και ενώ το υπουργείο Υγείας φαίνεται να έχει «επενδύσει» στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, επαναλαμβάνοντας τη σημασία της διείσδυσης των γενοσήμων στην αγορά, στην πράξη το σχέδιο έχει αποτύχει. Οπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, προ του 2015 οι πωλήσεις σε αξίες των γενοσήμων είχαν φτάσει στο 22%, σήμερα όμως το αντίστοιχο ποσοστό έχει πέσει στο 18%.
Η ανακόλουθη με τις υπουργικές εξαγγελίες και στοχεύσεις πορεία του φαρμάκου δεν σταματά εδώ: όπως προκύπτει από τα στοιχεία της IMS Health, το 2015 η μείωση των τιμών υπολογίστηκε ότι θα επιφέρει και μείωση της δαπάνης κατά 72 εκατομμύρια ευρώ.
Το παράδοξο; Την ίδια περίοδο, σημειώθηκε αύξηση του τζίρου του κλάδου κατά 196 εκατομμύρια ευρώ. Το ίδιο συνέβη και το επόμενο έτος, με τους αναλυτές να «δείχνουν» ως αιτία το… τρικ της υποκατάστασης. Ειδικότερα, η φαρμακοβιομηχανία φαίνεται να κερδίζει με τον εξής τρόπο: για κάθε δύο παλαιά φάρμακα υποκαθίστανται το ένα από φάρμακο που έχει λήξει η πατέντα του (off patent) και το δεύτερο από νεότερο και άρα ακριβότερο φάρμακο.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2016 ο ΕΟΠΥΥ επιβαρύνθηκε κατά 200 εκατομμύρια ευρώ από τις νέες δραστικές ουσίες που εγκρίθηκαν και κυκλοφόρησαν στην ελληνική αγορά.
Χωρίς έλεγχο
Μεταξύ άλλων, η συνταγογραφική ελευθερία των γιατρών οφείλεται στην απουσία ελεγκτικού μηχανισμού. Και αυτό διότι τα πολυδιαφημιζόμενα θεραπευτικά πρωτόκολλα λειτουργούν έως σήμερα στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση ως οδηγός αντί για κόφτη.
Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο Υγείας μετρά μία σημαντική νίκη, καθώς το 2017 υπεγράφη για πρώτη φορά συμφωνία ανάμεσα στον ΕΟΠΥΥ και τις φαρμακευτικές εταιρείες που αφορά τα νεότερης γενιάς φάρμακα κατά της ηπατίτιδας C, στα οποία πλέον έχει πρόσβαση πενταπλάσιος αριθμός ασθενών.
Μάλιστα, με τη συμφωνία αυτή επιτεύχθηκε σημαντική μείωση στο κόστος θεραπείας ανά ασθενή, όμως προς το παρόν οι διαπραγματεύσεις για άλλες ασθένειες –όπως είναι για παράδειγμα η σκλήρυνση κατά πλάκας –δεν έχουν αποδώσει καρπούς.
Σημειωτέον δε ότι στο εξωτερικό οι διαπραγματεύσεις των ασφαλιστικών ταμείων και της φαρμακοβιομηχανίας αποτελούν τον κανόνα, επιτυγχάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικές εκπτώσεις υπέρ της δημόσιας δαπάνης.
Επιπλέον, δεν έχουν ολοκληρωθεί δύο ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις που, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, θα βάλουν τέλος στη μαύρη συνεργασία γιατρών και φαρμακοβιομηχανίας και θα αναβαθμίσουν τον έλεγχο και την αξιολόγηση των νέων καινοτόμων φαρμάκων, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον αλλά και αυτό των ασθενών.
Πιο συγκεκριμένα, οι ρυθμίσεις που δρομολογούνται για να αναμορφωθεί και να εξορθολογιστεί το «ασύδοτο» –όπως το έχει χαρακτηρίσει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας –τοπίο των συνεδρίων, δίνοντας έμφαση στις αξιόπιστες επιστημονικές ιατρικές εταιρείες κορμού, που θα λειτουργούν με ενιαίο καταστατικό και διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων, δεν έχουν ακόμη τεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Αντίθετα, πρόσφατα έγινε νόμος η ίδρυση Επιτροπής Αξιολόγησης της νέας φαρμακευτικής τεχνολογίας, χωρίς εντούτοις να έχει τεθεί σε λειτουργία, καθώς μόλις την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ η διαδικασία αξιολόγησης των μελών της.