Πιθανό σκάνδαλο ξεπλύματος ρωσικού μαύρου χρήματος ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ και μάλιστα ενδεχομένως εν γνώσει του υπουργού Οικονομικών της Βαυαρίας και μελλοντικού πρωθυπουργού του κρατιδίου Μάρκους Σέντερ αποκαλύπτουν με έρευνά τους η εφημερίδα Handelsblatt και η εκπομπή “Monitor” του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας, το 2013 πωλήθηκαν 32.000 διαμερίσματα ιδιοκτησίας της μεσιτικής GBW, θυγατρικής της τράπεζας της Βαυαρίας (Bayerische Landesbank), η οποία ανήκει κατά 94% στην κυβέρνηση του κρατιδίου, σε κονσόρτσιουμ επενδυτών υπό την εταιρεία διαχείρισης ακινήτων Patrizia Immobilien AG. Όταν, την εποχή της αγοραπωλησίας, ερωτήθηκε σχετικά με το ποιοι ήταν οι αγοραστές, ο κ. Σέντερ δήλωσε ότι η Patrizia είναι «μια βαυαρική εταιρεία με πολύ σοβαρούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένων τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και επενδυτών, εκ των οποίων πολλοί γιατροί και δικηγόροι».
Το 2016 όμως η τοπική τηλεόραση αποκάλυψε ότι πίσω από την συμφωνία κρυβόταν ένα περίπλοκο δίκτυο εταιρειών, μεταξύ των οποίων και ένας βασικός μέτοχος – επενδυτικό ταμείο εγγεγραμμένο στο Λουξεμβούργο, όπου τηρείται εμπιστευτικότητα σε ό,τι αφορά την ταυτότητα των μετόχων.
Ο κ. Σέντερ δήλωνε πάντα ότι δεν γνώριζε την ταυτότητα όλων των επενδυτών. Όταν μάλιστα ερωτήθηκε από την Handelsblatt, επανέλαβε ακριβώς αυτή τη θέση.
Η εφημερίδα και η τηλεοπτική εκπομπή ωστόσο επικαλούνται έγγραφα τα οποία πλήττουν την αξιοπιστία της δήλωσης του κ. Σέντερ.
Ενώ η Patrizia ισχυριζόταν ότι τα κεφάλαια προέρχονταν από τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία, τα έγγραφα δείχνουν ότι περιλαμβάνονται και δύο εταιρείες από το Μόναχο, οι οποίες έλαβαν εκατομμύρια ευρώ από την Ρωσία και την Κύπρο. Ένας Ρώσος επιχειρηματίας ήταν ο επικεφαλής της μίας εταιρείας και ο διευθύνων σύμβουλος της άλλης.
Όταν οι βαυαρικές αρχές απευθύνθηκαν στο υπουργείο Εσωτερικών στην Μόσχα σχετικά με την ροή κεφαλαίων από πολλές ρωσικές εταιρείες, το ρωσικό υπουργείο απάντησε ότι κάποιες εταιρείες είχαν εμπλακεί σε «παράνομη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό με τον σκοπό της νομιμοποίησής τους (μέσω “ξεπλύματος”)». Ο κατάλογος περιελάμβανε και τις δύο εταιρείες του Μονάχου οι οποίες συμμετείχαν στην συναλλαγή με τις κατοικίες.
Η Patrizia πάντως επιμένει, όπως αναφέρει η Handelsblatt, ότι η αγορά των διαμερισμάτων από την GBW «δεν χρηματοδοτήθηκε σε κανένα στάδιο με χρήματα από τη Ρωσία». Ακόμη όμως και πριν από την συναλλαγή, το εγκληματολογικό τμήμα της αστυνομίας της Βαυαρίας είχε λάβει πληροφορία ότι εκατομμύρια δολάρια από την Ρωσία, πιθανότατα από εγκληματικές δοσοληψίες, είχαν φτάσει σε μια εταιρεία η οποία συνεργαζόταν με την Patrizia σε αγορές ακινήτων. Έξι μήνες πριν από την πώληση των διαμερισμάτων, είχε φθάσει η πληροφορία ότι ρώσοι επενδυτές με ένα δισεκατομμύριο υποτιθέμενο μαύρο χρήμα – αδήλωτο ή παρανόμως αποκτηθέν – αναζητούσαν τρόπο να εμπλακούν στην συγκεκριμένη συμφωνία. Όταν αργότερα οι ερευνητές ζήτησαν να διερευνηθεί η συναλλαγή, τους είπαν ότι οι εισαγγελείς του Μονάχου είχαν κλείσει την «σε βάθος» έρευνά τους – έπειτα από μόλις οκτώ εβδομάδες.
Η αντιπολίτευση στην Βαυαρία διατυπώνει πλέον εκ νέου υποψίες σχετικά με την αγοραπωλησία, λίγο πριν ο κ. Σέντερ ψηφιστεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) για να γίνει Πρωθυπουργός, μετά την επικείμενη αποχώρηση του αρχηγού του CSU και Χορστ Ζεεχόφερ από την Πρωθυπουργία της Βαυαρίας. «Οι υποψίες υπάρχουν», δήλωσε ο βουλευτής του κόμματος των Ελεύθερων Ψηφοφόρων στο τοπικό Κοινοβούλιο Φλόριαν Στράιμπλ και τόνισε ότι έχει ζητήσει διευκρινίσεις από τον Μάρκους Σέντερ και θα ζητήσει και κοινοβουλευτική έρευνα, εφόσον κριθεί απαραίτητο.