Πριν από 45 χρόνια, όταν ο Κουν ανέβασε τους «Παλιούς καιρούς» του Χάρολντ Πίντερ, έγραφα στο «Βήμα»: «Ο Πίντερ φορτίζει ξανά με καινούργιο ρίγος το ιερό άσυλο των αστών, το δωμάτιο, το σαλόνι ή την κρεβατοκάμαρα. Αυτός είναι ο χώρος των έργων του και το κυρίαρχο θέμα του η απειλή μιας εισβολής ή η εισβολή η ίδια σ’ αυτούς τους χώρους. Τα πρόσωπα που εισβάλλουν είναι πάντα από το παρελθόν. Ερχονται να δοκιμάσουν την αντοχή του παρόντος και των παρόντων. Η μάχη που ακολουθεί είναι ανελέητη και το αποτέλεσμα πάντα το ίδιο. Το παρελθόν κατακτά το παρόν, το κατέχει και το προσδιορίζει.
Τα δράματα του χρόνου είναι προσφιλή στην αγγλική σκηνή. Ο Ελιοτ τα προχώρησε έως τη μεταφυσική εσχατιά των σχέσεων. Ο Πίντερ προσπαθεί να εξαγοράσει τον χρόνο των προσώπων του. Τα τοποθετεί μέσα στο πλαίσιο του ιστορικού τους χρόνου και τα αφήνει να αναγνωρίσουν την ύπαρξή τους μέσα από τη ροή του. Γνωρίζει εκ των προτέρων πως η διάβρωση έχει συντελεστεί».
Το 1978 εξάλλου έγραφα για άλλο έργο του Πίντερ: «Ο Πίντερ κάποτε δίκαια αντέδρασε όταν αποπειράθηκαν να ονομάσουν τα έργα του αλληγορίες· πράγματι το θέατρο το αλληγορικό είναι ένα ψεύτικο κατασκεύασμα, αφού ο συγγραφέας προσπαθεί να ντύσει μια ιδέα με σχέσεις σκηνικές· η ιδέα μικραίνει ή φτηναίνουν οι σχέσεις και τα πρόσωπα. Ο Πίντερ γράφει παραβολές με τη σημασία που δίνει στη λέξη ο Αριστοτέλης (“παραβολή δε τα Σωκρατικά”).
Παραβολή είναι μια σύγκριση, μια αναλογία, ένας παραλληλισμός, μια εικόνα που αναπαριστά γνωστά, κοινόχρηστα συμβάντα. Δεν υποτάσσει ο Πίντερ το γενικό και αφηρημένο σε οικείες μορφές, όπως κάνει η αλληγορία. Απομονώνει το συγκεκριμένο επιμέρους και το μελετά ως παράδειγμα του όλου. Καταπιάνεται με μοντέλα της πραγματικότητας, με στερεότυπο, όπως ο μικροβιολόγος απομονώνει στον δίσκο του μικροσκοπίου μια μικρή αποικία βακτηριδίων και συμπεραίνει από την πυκνότητά της για τον πληθάριθμό της.
Στο έργο του απλώς εκθέτει τα ευρήματά του, γι’ αυτό σε πρώτη ανάγνωση τα έργα του Πίντερ δίνουν την εντύπωση μιας ηθογραφίας, μιας ρεαλιστικής απεικόνισης. Η δουλειά του δεν είναι να εξηγεί. Ο αστός ρεαλιστής, ρασιοναλιστής από πίστη κι από ανάγκη, ψάχνει να βρει τα αίτια των γεγονότων, να εξηγήσει τον αποχρώντα λόγο των ανθρωπίνων σχέσεων. Η τέχνη γι’ αυτόν οφείλει να εξηγήσει λογικά τη ζωή. Ετσι το αστικό θέατρο γραφόταν κατά μίμηση της κλασικής φυσικής. Μελετούσε τα φαινόμενα του βίου με τη μέθοδο του πειράματος. Αναπαρήγαγε τη ζωή δημιουργώντας βολικές, ιδανικές και επαρκείς συνθήκες. Και κατέληγε σε συμπεράσματα. Αυτό το είδος θεάτρου δοξάστηκε από τον Ιψεν και τον Μπέρναρντ Σο.
ΕΙΚΟΝΑ ΕΝ ΠΥΚΝΩ. Ο Πίντερ είναι σύγχρονος με τη θεωρία της απροσδιοριστίας στη φυσική. Οι κλασικές αρχές της λογικής, η ταυτότητα και η αντίφαση, κλονίζονται, δεν επαρκούν ως αξιώματα για να εξηγήσουν τον κόσμο της ύλης. Μπορούν τάχα να εξηγήσουν τη ζωή; Ο Πίντερ παρ’ όλα αυτά είναι ένας φαινομενολόγος, γι’ αυτό δεν κάνει θέατρο νατουραλιστικό, δεν εκθέτει τη ζωή σαν μια “φέτα ζωής”, πιστεύει πως μέσα στο απροσδιόριστο των ανθρωπίνων φαινομένων σχέσεων, υπάρχει μια σταθερά (όπως στη νέα φυσική η σταθερά του Πλανκ), μια ιδέα, μια πάγια σχέση, ένας κώδικας που περιγράφει τη δομή τους. Μ’ αυτό τον τρόπο, ένα έργο του είναι υπό-δειγμα του όλου. Εικόνα εν πυκνώ. Παραβολή και αναλογία».
Το 1996 εξάλλου έγραφα για άλλο έργο του Πίντερ: «Ο Πίντερ είναι ο μεγάλος θεατρικός ποιητής της απροσδιοριστίας· είναι μαζί με τον μεγαλοφυή Μπέκετ οι μόνοι θεατρικοί συγγραφείς που κατόρθωσαν να κάνουν σκηνικό γεγονός τη θεωρία της αβεβαιότητας που θεμελίωσαν στη φυσική ο Χάιζενμπεργκ και ο Ντε Μπρολί. Αυτή η θεωρία κλόνισε ανεπανόρθωτα τη σιγουριά της αριστοτελικής λογικής, αφού αμφισβήτησε καθέτως και διά παντός τη θεμελιώδη αρχή της ταυτότητας, αλλά και της αντίφασης, την αρχή που ο Σταγειρίτης θεωρούσε “βεβαιωτάτη πασών των αρχών”, αφού μ’ αυτήν ελέγχεται το ψεύδος.
Η θεωρία της αβεβαιότητας ή της απροσδιοριστίας αναγνωρίζει μια σταθερά, του Πλανκ, κλασματική και ποσοτική. Ο Πίντερ απεικονίζει έναν κόσμο όπου κίνητρα και σκοποί, φορές και πορείες συγχέονται και συμφύρονται κατά τον νόμο των πιθανοτήτων και τη στατιστική. Τα πρόσωπα του Πίντερ συνήθως απειλούνται από απροσδόκητες, απρόσμενες και άγνωστες δυνάμεις, από εφιάλτες ή αιφνίδιες εισβολές· κινούνται χωρίς συγκεκριμένο ή εξηγήσιμο λόγο, συμπεριφέρονται τυχαία ή άσκοπα, εμφανίζονται ή εξαφανίζονται χωρίς ορισμένη αιτία και διεξάγουν διαλόγους χωρίς εμφανώς να συνεννοούνται. Μνήμες και φαντασιώσεις, παρόν και παρελθόν, αναπολήσεις και προσδοκίες, ήττες και κατορθώματα αλληλοδιαδέχονται τα μεν τα δε χωρίς αιτιώδη σχέση».
Στη «Νεκρή ζώνη» που παίζεται για λίγες ακόμη ημέρες στο θέατρο Θησείον ο Πίντερ έχει εγκλωβίσει σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα πρόσωπα, δύο ποιητές και δύο «υπηρέτες» του ενός, που είναι ο κάτοικος και έχει παρασύρει στον χώρο του για να πιουν τον έτερο ποιητή μάλλον αποτυχημένο.
Το έργο αυτό του Πίντερ είναι σχεδόν ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω σ’ αυτό που αναγγέλλει ο τίτλος: στο μεσοδιάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου, σε μια νεκρή, ουδέτερη, ακίνητη ζώνη. Αυτό που συνήθως ονομάζεται «μεταξύ».
Πολλοί θέλησαν να δουν σ’ αυτό το έργο μια μπεκετική επιρροή. Πιθανόν να είναι ένα μεγαλοφυές σχόλιο πάνω στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Εξάλλου κι εδώ υπάρχουν τέσσερα πρόσωπα και δύο ζεύγη, δύο κλόουν και δύο «περαστικοί». Κι εδώ τίποτε δεν γίνεται, τίποτα δεν αλλάζει, όλα υπομένουν μια αιώνια αναμονή.
Πρέπει κατ’ αρχάς να πω ότι η μετάφραση αυτού του απαιτητικού έργου ευτύχησε. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία και την υπογράφει ο Αντώνης Πέρης.
Τη χάρηκα διαβάζοντάς τη μετά την παράσταση γιατί η παράσταση που δίδαξε(;) ο Κώστας Φιλίππογλου δεν μου επέτρεψε να χαρώ το κείμενο αφού είναι μια φλύαρη κινησιολογικά, αμήχανη, ωστόσο γεμάτη θόρυβο διεκπεραίωση. Ετσι θα ανέβαζε ο σκηνοθέτης π.χ. αν του ζητούσαν το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα; Τολμώ να αναφερθώ σε μια ισότιμη σε κύρος αναλογία!
Είναι κρίμα γιατί ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του καλούς ηθοποιούς που αν τους είχε αφήσει να μιλήσουν το κείμενο χωρίς φιοριτούρες ήταν ικανοί να κερδίσουν ένα δύσκολο αγώνισμα.
Ο Πίντερ σ’ αυτό κυρίως το έργο αναδεικνύεται φιλόσοφος – ποιητής που θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του θεάτρου.
Δεν χρειάζεται τερτίπια και τεχνάσματα.
Αρκεί ο σκηνοθέτης να τιμά τον λόγο, τις ιδέες και τα σκηνικά ήθη. Δηλαδή να είναι δάσκαλος ηθοποιών, διανοούμενος και όχι πρόσωπο που θέλει να προβάλει το ανάστημά του σκεπάζοντας τον δημιουργό. Ο έμπειρος Γιώργος Αρμένης κατόρθωσε να διασωθεί περιορίζοντας τη σκηνοθετική φλυαρία. Λιτός, ειρωνικός, αινιγματικός.
Ο Συσσοβίτης, που πράγματι κάθε φορά δείχνει πως εργάζεται σοβαρά, έκανε χιλιόμετρα σ’ ένα τετραγωνικό μέτρο.
Ο Καρυστινός και ο Στεφόπουλος, ηθοποιοί με ιστορία και σοβαρότητα καριέρας, καταδικάστηκαν σε κινησιολογικές φιοριτούρες, έτσι ώστε το πετσοκομμένο (σχεδόν το μισό) κείμενο έμεινε ανεπίδοτο.
Κείμενα σαν αυτό το Πίντερ δεν είναι για ασκήσεις γυμναστικής και πάλι κρίμα γιατί οι τέσσερις καλλιτέχνες θα μπορούσαν να χαρίσουν στο κοινό την ευφορία ενός μεγαλοφυούς ανθρώπου.