Μοιάζει με ταινία. Ενας κλεμμένος πίνακας αξίας 800.000 ευρώ, «ξεχασμένος» στον χώρο αποσκευών ενός λεωφορείου. Η περίπτωση να τον ξέχασε κάποιος εκεί δεν χωράει σε κανένα σενάριο. Πιο πιθανό μοιάζει να μη μπορούσε να τον πουλήσει και θέλησε να τον ξεφορτωθεί. Τότε γιατί δεν τον κατέστρεψε; Μπορεί, αλήθεια, να «μαχαιρώσει» έναν πίνακα έστω και κάποιος κλέφτης; Είναι οι κλέφτες έργων τέχνης κοινοί απατεώνες; Και οι άνθρωποι που αγοράζουν κλεμμένα έργα τι έχουν μέσα στο μυαλό τους όταν δίνουν μυθώδη ποσά για να απολαμβάνουν κάτι μόνοι τους, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο; Λογίζονται κι αυτοί για απατεώνες; Είναι μανιώδεις φιλότεχνοι ή αθεράπευτα εγωκεντρικοί; Πού βρισκόταν για 38 χρόνια ένας άλλος πίνακας του Ντεγκά που «εξαφανίστηκε» το 1973 από το Λούβρο και βρέθηκε το 2011 σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη; Τι έκφραση παίρνουν τα μάτια αυτών που βλέπουν τους «χαμένους» πίνακες του Καραβάτζιο, του Πικάσο, του Σεζάν, του Βαν Γκογκ, του Λουσιέν Φρόιντ;
Οι απαντήσεις βρίσκονται κρυμμένες σε πολύ λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ψυχολογίας, ακροβατούν σε ευαίσθητες ισορροπίες. Από αυτές που δίνουν υλικό σε συναρπαστικές ταινίες όπως το «Τέλειο χτύπημα» του Τορνατόρε ή το «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (την πρώτη του Νόρμαν Τζούισον με την Νταναγουέι και τον ΜακΚουίν) αλλά και έξοχα μυθιστορήματα όπως ο «Χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ» ή «Η μανία με τον Καραβάτζιο» του Ολιβερ Μπανκς. Προσωπικά, αδυνατώ να εξηγήσω τη «μανία» των συλλεκτών ακόμη και κλεμμένων έργων τέχνης. Οπως έχω σταματήσει να προσπαθώ να καταλάβω «τι θέλει να πει» ο ζωγράφος σε ένα έργο. Μου το έμαθε αυτό μία φίλη. «Τη ζωγραφική δεν χρειάζεται να την καταλάβεις. Το θέμα είναι τι νιώθεις απέναντι σε έναν πίνακα» μου είχε πει. Από τότε μου φτάνει να βλέπω πώς μπαίνει το φως από τα ανοιχτά παράθυρα του Βερμέερ. Και να νιώθω σαν ένα σωματίδιο που αιωρείται μέσα σε αυτό.