Ηγέτες τριών ευρωπαϊκών χωρών αγγίζει πλέον η έρευνα του αμερικανού ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ για τις επαφές στελεχών της προεκλογικής εκστρατείας Τραμπ με ρώσους αξιωματούχους. Ο Πολ Μάναφορτ, πρώην επικεφαλής της εκστρατείας του Τραμπ, κατηγορείται ότι το 2012 και το 2013 κατέβαλε 2 εκατομμύρια ευρώ σε ευρωπαίους ηγέτες για να υποστηρίξουν τον φιλορώσο πρώην πρωθυπουργό της Ουκρανίας. Στην Ομάδα του Αψβούργου, όπως ονομάστηκε, εμπλέκονται ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ρομάνο Πρόντι, ο πρώην καγκελάριος της Αυστρίας Αλφρεντ Γκουσενμπάουερ και ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας Αλεξάντερ Κβασνιέφσκι. Και οι τρεις αρνούνται τις κατηγορίες.
Στο κατηγορητήριο που παρουσίασε η ομάδα του Μιούλερ αναφέρεται ότι αυτοί οι ευρωπαίοι ηγέτες εμφανίζονταν να παρέχουν τις ανεξάρτητες αξιολογήσεις τους για την κυβέρνηση του Κιέβου, στην ουσία όμως λειτουργούσαν ως «πληρωμένοι λομπίστες» για την Ουκρανία. Το 2012 και το 2013, ο Μάναφορτ χρησιμοποίησε τουλάχιστον τέσσερις λογαριασμούς σε οφσόρ εταιρείες για να τους πληρώσει ποσά άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ –η κωδική ονομασία Ομάδα του Αψβούργου ήταν μια προφανής αναφορά στη δυναστεία των Αψβούργων, μια από τις ισχυρότερες βασιλικές οικογένειες στην ιστορία της Ευρώπης.
Οι τρεις ευρωπαίοι πολιτικοί δήλωσαν ότι υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές πιο στενών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Ουκρανίας το 2012 και το 2013 όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η εκστρατεία λόμπι του Μάναφορτ, αλλά αρνήθηκαν ότι δέχθηκαν οποιαδήποτε πληρωμή από εκείνον. Εάν όμως οι καταγγελίες αποδειχθούν αληθινές θα αποτελέσουν ένα τρανό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο ο Μάναφορτ προσπάθησε να εξασφαλίσει υποστήριξη στην Ευρώπη για τον πελάτη του, τον φιλορώσο τότε πρόεδρο της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, που αργότερα διέφυγε στη Ρωσία, έπειτα από τις μεγάλες διαδηλώσεις που ξέσπασαν στο Κίεβο εναντίον της κυβέρνησής του.
Το 2016, ο Πολ Μάναφορτ ανέλαβε να ηγηθεί της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ και γι’ αυτό πραγματοποιεί έρευνα εις βάρος του ο Ρόμπερτ Μιούλερ. Στενός συνεργάτης του Μάναφορτ και στις δύο υποθέσεις ήταν ο Ρικ Γκέιτς, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε την θέση του Νο 2 υπευθύνου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ. Μόλις την Παρασκευή ο Γκέιτς δήλωσε ένοχος για φοροαποφυγή και για ψευδορκία στο FBI σε ερωτήσεις που αφορούσαν την εργασιακή σχέση του με Ουκρανούς.
Ο Αλφρεντ Γκουσενμπάουερ, που ήταν καγκελάριος της Αυστρίας από το 2007 έως το 2008, έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν ότι αναλάμβανε επί πληρωμή συμβουλευτικές θέσεις σε απολυταρχικά καθεστώτα, ενώ το όνομά του περιλαμβανόταν στα Panama Papers, τα έγγραφα που διέρρευσαν το 2016 για πολιτικούς που διατηρούσαν λογαριασμούς σε οφσόρ εταιρείες. Τόσο αυτός όσο και ο Πρόντι και ο Κβασνιέφσκι είχαν πάρει μέρος σε συναντήσεις με μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου το 2013, εκπροσωπώντας το Ευρωπαϊκό Κέντρο για μια Σύγχρονη Ουκρανία, μια ομάδα με έδρα τις Βρυξέλλες, που οι αμερικανοί ερευνητές πιστεύουν τώρα ότι ήταν το κέντρο για το μυστικό σχέδιο λόμπι του Μάναφορτ.
Σε δήλωσή του ο Ρομάνο Πρόντι ανέφερε ότι υποστήριξε την καμπάνια το 2012-2013 για να υπογράψει η ΕΕ «συμφωνία σύνδεσης» με την τότε φιλορωσική κυβέρνηση του Κιέβου του Βίκτορ Γιανουκόβιτς. «Στο πλαίσιο αυτό είχα πολλές συναντήσεις σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες –κινήσεις που αντιστοιχούν με τη δραστηριότητα ενός πρώην προέδρου της Κομισιόν», ανέφερε.
Η πληρωμή ευρωπαίων πολιτικών για λόμπι δεν αποτελεί έγκλημα βάσει του αμερικανικού νόμου. Το κατηγορητήριο όμως υποστηρίζει ότι ο Μάναφορτ και ο Γκέιτς παρανόμως απέκρυψαν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες επί χρόνια και δεν ανέφεραν ότι εργάζονταν για λογαριασμό της ουκρανικής κυβέρνησης.