Η αποπομπή της αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας ήταν ασφαλώς μια ενδεδειγμένη ενέργεια. Αλλά δεν είναι παρά η υποδιαίρεση ενός μεγαλύτερου ζητήματος που έχει ανακύψει για την κυβέρνηση. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, δεν αφορά ένα πρόσωπο, αλλά το σύνολο της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Κατ’ αρχάς δεν νοείται να αποπέμπεται η αναπληρώτρια υπουργός μόνο και μόνο επειδή η αίτηση για την επιδότηση του ενοικίου φέρει τη δική της υπογραφή και να παραμένει στη θέση του ο υπουργός Οικονομίας και σύζυγός της, ο οποίος κατοικεί στο ίδιο σπίτι και επομένως κάνει χρήση και αυτός της σχετικής ευεργετικής διάταξης. Είναι και ο ίδιος εκτεθειμένος, ενδεχομένως δε και περισσότερο εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι κρύφτηκε πίσω από τη νόμιμη υπογραφή της συζύγου του για να πράξει κάτι εξίσου μη ηθικό.
Εκτεθειμένο όμως είναι και το κυβερνών κόμμα. Γιατί τη διάταξη της οποίας έκανε χρήση το υπουργικό ζεύγος κάποιος την προώθησε –εντάσσοντάς τη μάλιστα στο τρίτο Μνημόνιο, δηλαδή σε ένα νομοθέτημα που περιελάμβανε πλήθος δυσβάστακτων μέτρων. Επειτα, κάποιοι ψήφισαν τη διάταξη. Και αυτοί ήταν οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας –ανάμεσά τους και εκείνοι που έσπευσαν να επικρίνουν την άπληστη υπουργό.
Εχει ειπωθεί, και πολύ σωστά, ότι η κυβέρνηση αυτή υιοθέτησε όλες τις κακές πρακτικές της Μεταπολίτευσης. Ηρθε η ώρα να ειπωθεί ακόμη πως είναι η πρώτη που το έκανε μεσούσης της κρίσης, δηλαδή σε μια στιγμή που η ελληνική κοινωνία υποφέρει. Προβάλλοντας μάλιστα ως άλλοθι το πολυδιαφημισμένο ηθικό της πλεονέκτημα.