Αισθάνεται την ανάγκη κανείς να συμμετάσχει εκ των υστέρων στην πραγματικά συγκλονιστική έρευνα «Εσείς τι θα βάζατε στο μουσείο του μέλλοντος;», που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββατοκύριακου, προκειμένου να βοηθήσει ώστε το ενδιαφέρον για την έρευνα αυτή να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο. Συγκλονιστική για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, για την έλλειψη κάθε αισθήματος ενοχής από πλευράς όσων συμμετέχουν ώστε όση ελευθερία αισθάνεται ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών Mikaël Hautchamp για να επιλέγει για το μουσείο του μέλλοντος τα βιβλία του Σατομπριάν, του Βίκτωρος Ουγκώ και του Ζακ Λακαριέρ που μιλάνε για την Ελλάδα, άλλη τόση να εκφράζει η διευθύντρια πολιτιστικών προγραμμάτων του Goethe – Institut Athen Juliane Stegner, που θα έβαζε στο μουσείο του μέλλοντος την πινακίδα με τη λέξη «Δωρίζεται», ως σύμβολο των χρόνων της κρίσης στην Αθήνα, για κάτι που αφού στάθηκε αδύνατον να πουληθεί, τώρα προσφέρεται δωρεάν. Και, κατά δεύτερο λόγο –όσον αφορά το ενδιαφέρον της έρευνας –γιατί συνειδητοποιείς ευκρινέστερα, σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συμβεί στην ελληνική κοινωνία, αφού το ήμισυ των «αντικειμένων» που χαρακτηρίζονται ως άξια να διασωθούν σε ένα μελλοντικό μουσείο θα απουσίαζαν σε περίπτωση που η έρευνα γινόταν πριν και από είκοσι ακόμη χρόνια («Λάπτοπ», «Screenshot», «Smartphone»). Οσο κι αν η καρδιά μας συμμερίζεται αναφανδόν τις επιλογές του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού και του ερμηνευτή και συνθέτη Νίκου Πορτοκάλογλου, με «το πορτοκαλί σωσίβιο του μετανάστη» όσον αφορά τον πρώτο, και «το μολύβι, το τετράδιο και το βιβλίο» σε σχέση με τον δεύτερο, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ως κάτι εξόχως παρηγορητικό επιλογές που, αν και ενδέχεται να προκαλούν απορία –σε ορισμένους ακόμη και αγανάκτηση –λόγω του νεοφανούς τους χαρακτήρα, δεν αισθάνονται να αποκλείονται από ένα μουσείο του μέλλοντος. Παρηγορητικό ακριβώς γιατί μια προωθημένη έκφραση τεχνολογίας έχει δημιουργήσει τόσο ισχυρούς δεσμούς με τους διαχειριστές της, ώστε την αισθηματική ασφάλεια που τους δημιουργεί, όπως έχει μεταβληθεί σ’ ένα εργαλείο που δίνει στον μικρόκοσμό τους –φαινομενικά βέβαια –την πνοή και την ελευθερία του μακρόκοσμου, μόνον ένα μουσείο μπορεί να τη διασφαλίσει.Οπως αποκλείεται να μην εξάρει κανείς μια χειραφέτηση που προκύπτει ως συμπέρασμα της έρευνας, ώστε μουσείο να μη θεωρείται μόνον ένας χώρος όπου το δέος σε κάνει να τον αισθάνεσαι απρόσιτο και ξένο, αντίθετα να μπορεί να εγκολπωθεί μια συμπυκνωμένη έκφραση της όποιας καλλιτεχνικής καθημερινότητας.
Μαζί όμως με την απροσδόκητη παρηγοριά επιλογών που, αν και φιλοδοξούν θέση σ’ ένα μουσείο, δεν φαίνεται να διακατέχονται από κανένα σύνδρομο αιωνιότητας, οφείλει να υπογραμμίσει κανείς την εξίσου παρηγορητική αίσθηση αθωότητας που αποπνέουν και οι είκοσι τρεις, άλλοτε σύντομες κι άλλοτε εκτεταμένες, απαντήσεις όσων συμμετέχουν στην έρευνα. Οπως ακριβώς τα πολύ μικρά παιδιά, λογαριάζει το καθένα το δικό του παιχνίδι ως το καλύτερο στον κόσμο και δεν θα δίσταζε, αν γνώριζε τι ακριβώς σημαίνει μουσείο, να δώσει με τα ίδια του τα χέρια μια περίοπτη θέση στο παιχνίδι του μέσα στο μουσείο αυτό.