Δεν κομίζουμε γλαύκα ες Αθήνας διαπιστώνοντας ότι η ανθρώπινη βαρβαρότητα είναι ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Για την ακρίβεια, επαναλαμβάνουμε την πιο τετριμμένη από τις κοινοτοπίες. Μολαταύτα, ακόμη και στη βαρβαρότητα μπορούμε να διακρίνουμε αποχρώσεις –από την απόλυτη έλλειψη ανθρωπιάς έως τα ιχνοστοιχεία που προδίδουν ότι κάπου εκεί βαθιά, στα έγκατα του κτήνους, σιγοκαίει έστω μια χλωμή φωτιά, μια υποψία καλοσύνης.
Στην πρώτη περίπτωση πλεονάζουν τα παραδείγματα και η σταχυολόγηση μπορεί να είναι μονάχα ενδεικτική. Εντοπίζουμε, ας πούμε, ένα περίσσευμα σαδισμού στη δολοφονία του αντιναζιστή δημοσιογράφου Φριτς Γκέρλιχ από τα χιτλερικά τάγματα εφόδου κατά την προπολεμική περίοδο –όχι τόσο στην ίδια τη δολοφονία (ακολούθησαν άπειρες άλλες σαδιστικότερες) όσο στο γεγονός ότι οι θύτες αποτίμησαν ως χαριτωμενιά να ταχυδρομήσουν τα σπασμένα γυαλιά του θύματος στους οικείους του. Ανάλογης αίσθησης χιούμορ αργότερα είναι και η χλευαστική επιγραφή «Arbeitmachtfrei» (η εργασία ελευθερώνει) στην πύλη του Αουσβιτς. Στα καθ’ ημάς, σε πολύ λιγότερο ταραγμένους καιρούς, εποχή έχουν αφήσει για τη μοχθηρία τους τα σχόλια ενός διαβόητου μπλόγκερ, του Πιτσιρίκου, σχετικά με τα θύματα στη Marfin και τον Παύλο Μπακογιάννη. Αναρωτιέσαι εάν, από την ίδια εθνοτική φύτρα που έφερε κάποτε στον κόσμο έναν Σοφοκλή, τον υμνητή στην Αντιγόνη του σεβασμού προς τους νεκρούς, είναι ποτέ δυνατόν να προέκυψε ως μακρινό διεστραμμένο κατάλοιπο και αυτός ο σύγχρονος σκυλευτής μνήμης.
Στον αντίποδα της βαρβαρότητας, έχουν καταγραφεί ακόμη και τις πιο σκοτεινές ώρες διαλείμματα ελέους και μεγαθυμίας. Τα αλησμόνητα Χριστούγεννα του 1914, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι αντιμαχόμενοι στο δυτικό μέτωπο τα πέρασαν μαζί ειρηνικά, με άτυπη εκεχειρία, προτού συνεχίσουν να αλληλοσφάζονται. Ενα αντίστοιχο περιστατικό στον δικό μας Εμφύλιο. Σκόρπιες οάσεις ανθρωπισμού σε μια έρημο αναλγησίας. Η υπόμνηση ότι δεν είμαστε φτιαγμένοι μονάχα από σκάρτο υλικό. Οτι συνυπάρχουν μέσα μας καλά και κακά στοιχεία. Αυτό που οι χριστιανοί ονομάζουν συναμφότερον.
Πυροδότησε αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις η προχτεσινή διαμαρτυρία έξω από το σπίτι του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου. Τι ακριβώς ζητούσαν οι διαμαρτυρόμενοι; Να μη μεταφερθεί ένας ομοϊδεάτης τους κρατούμενος από μια φυλακή σε μία άλλη. Τι σχέση είχε ο Παπαδήμος με το αίτημά τους; Είχε ανοίξει μια επιστολή που φέρεται ότι του είχε στείλει ο κρατούμενος εννέα μήνες νωρίτερα, όταν ο κρατούμενος δεν ήταν ακόμη κρατούμενος και ο Παπαδήμος πίστευε ακόμη ότι οι επιστολές που φθάνουν στα χέρια του έχουν προηγουμένως ελεγχθεί κι έχουν πιστοποιηθεί ακίνδυνες για τη σωματική του ακεραιότητα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και τα προσπερνάμε επί τροχάδην: η επιστολή ήταν παγιδευμένη, μια βόμβα έσκασε στα χέρια τού Παπαδήμου και ο ίδιος επί τριάντα έξι μέρες πάλεψε για τη ζωή του στον Ευαγγελισμό.
Καμία από αυτές τις τριάντα έξι μέρες δεν βρήκε λίγη ώρα καιρό για να τον επισκεφθεί ο Αλέξης Τσίπρας –αλλά αυτή είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία. Ή μήπως κάνουμε λάθος; Μήπως είναι η ίδια θλιβερή ιστορία; Μήπως πίσω από την τόσο βολική παράλειψη του νυν Πρωθυπουργού να επισκεφθεί έναν πρώην πρωθυπουργό που επέζησε μιας δολοφονικής απόπειρας κρύβεται ανάλογο σκεπτικό ή μια έμπρακτη έστω αποδοχή του σκεπτικού που αποτυπώνουν οι προχτεσινές προκηρύξεις; Μήπως, λέμε, η παράλειψή του δεν είναι παρά σιωπηρή κατανόηση όσων διαμαρτύρονται έξω από το σπίτι ενός θύματος που είχε το θράσος να μην πεθάνει, επειδή ο κρατούμενος είναι «αιχμάλωτος πολέμου» και το κράτος και το κεφάλαιο «οι μόνοι τρομοκράτες»; Πείτε μας, κύριε Τσίπρα. Πόσες αποχρώσεις είχε η δική σας απουσία;