Στην Ιταλία έχει και όνομα, λέγεται «κόστος της πολιτικής». Και είναι όλα εκείνα τα χρήματα που υποτίθεται ότι σπαταλά το πολιτικό σύστημα για να λειτουργήσει όχι στοιχειωδώς ούτε κάπως άνετα, αλλά πλουσιοπάροχα. Να ζήσει σε μια συνθήκη υλικής και κοινωνικής ευμάρειας.
Ο τελευταίος που υποσχέθηκε να μειώσει το κόστος της πολιτικής ήταν ο Ματέο Ρέντσι. Στην Ελλάδα ήταν ο Αλέξης Τσίπρας. Η δική του δέσμευση ήταν λιγότερο φιλόδοξη από εκείνη του ιταλού πρωθυπουργού που ήθελε να μειώσει τον αριθμό των γερουσιαστών στο μισό. Αλλά προσέκρουσε στην αντίδραση των βουλευτών του που αρνήθηκαν να θυσιάσουν το προνόμιο του βουλευτικού αυτοκινήτου.
«Να μη γίνουμε σαν τους άλλους» είχε δηλώσει τότε οργισμένος στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Εγιναν χειρότεροι. Οχι επειδή έπειτα από εκείνη την εσωκομματική ήττα ο Τσίπρας ξέχασε το κόστος της πολιτικής. Αλλά επειδή και ο ίδιος και όλοι οι υπόλοιποι ταύτισαν την εξουσία με τα προνόμιά της σε συνθήκες κρίσης. Επειδή δεν στερήθηκαν τίποτα, ενώ στέρησαν από τους πολίτες.
Είναι κάτι που εξηγεί γιατί το προνόμιο του οποίου έκανε χρήση η Αντωνοπούλου ψηφίστηκε το βράδυ του τρίτου Μνημονίου, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ. Εξηγεί ακόμη γιατί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι φτιαγμένη από μπετόν αρμέ, όταν οι προηγούμενες φυλλορροούσαν με το παραμικρό αντιμνημονιακό φύσημα.
Θα θυμηθεί τώρα ο Τσίπρας τη συζήτηση για το κόστος της πολιτικής; Τίποτα δεν είναι λιγότερο πιθανό. Για μια πολιτική «κάστα», όπως θα έλεγαν και οι Ιταλοί, που αρνήθηκε να συγχρονιστεί σε θυσίες με τους πολίτες, η θυσία μιας άπληστης Ιφιγένειας είναι υπεραρκετή.