Ο Αχμέντ θα μπορούσε να είναι ο παππούς μου. Κι ο δικός του παππούς ή προπάππους είχε φύγει στα χρόνια της Επανάστασης διωγμένος από τη βία της οικονομικής ξεραΐλας του συριανού βράχου για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εγκαταστάθηκε στο Αϊβαλί, πρόκοψε, οι απόγονοί του ευημέρησαν, ο προπάππους μου μοσχανάθρεψε και καλομόρφωσε τα παιδιά του. Και εκείνον τον Σεπτέμβρη του 1922 μπήκαν και πάλι σε μια βάρκα και ξαναγύρισαν στη Σύρο. Ο παππούς μου πήρε μαζί του το μαντολίνο και το βιολάκι του και έκανε μαθήματα μουσικής για να βοηθήσει την πρώην πλούσια οικογένειά του. Στα μαθήματα γνώρισε και ερωτεύτηκε τη γιαγιά μου, από οικογένεια προσφύγων της Κάσου κι αυτή. Και ένωσαν τις μνήμες τους, τους πολιτισμούς τους, τα γούστα τους και τα βρήκαν με τις διαφορές τους και πορεύτηκαν σε μια καινούργια ζωή.
Κάπως έτσι γίνεται παντού στον κόσμο. Ετσι γράφονται οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων που συνθέτουν τη μεγάλη ιστορία του Ανθρώπου. Πληθυσμοί που μετακινούνται διωγμένοι από κάποια μορφή βίας, που πάνε σε έναν ένα νέο τόπο και αργά ή γρήγορα, δύσκολα ή εύκολα, τα βρίσκουν με τους ντόπιους. Και ανταλλάσσουν τα φαγητά τους, τις μυρωδιές τους, τα χρώματα, τους θρύλους, τα παραμύθια, τις μουσικές τους, τους πόθους και τα όνειρά τους. Και ερωτεύονται οι παλιοί με τους καινούργιους και κάνουν παιδιά, όμορφα παιδιά γιατί είναι γεννήματα του έρωτα και συνδυάζουν τα καλύτερα χαρακτηριστικά των γονιών τους.
Και μετά από χρόνια, καινούργιοι και παλιοί γίνονται ένα μέχρι να έρθει ένα καινούργιο κύμα βίας και να τους πάει όλους μαζί κάπου αλλού. Ετσι γράφεται η Ιστορία, λες και αυτοί οι «μετακινούμενοι» κουβαλάν μέσα στις τσέπες και τους μπόγους τους τα σπαράγματά της. Δεν είναι τυχαίο ότι σε περιοχές και εποχές που δεν υπήρξε αυτή η κινητικότητα η Ιστορία μοιάζει να έχει μείνει για λίγο στάσιμη.