Στο βιβλίο της «Η ιστορία της θεραπαινίδας» («The Handmaid’s Tale») η Μάργκαρετ Ατγουντ συνδύασε δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν αρκετά το έργο της, το στοιχείο της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας και εκείνο του φεμινισμού. Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε το 1985, της χάρισε το Βραβείο Arthur C. Clarke, το Governor General’s Award ενώ ήταν και υποψήφιο για το Booker Prize του 1986.
Πρωταγωνίστρια είναι η Οφρεντ, θεραπαινίδα στη φανταστική Δημοκρατία του Γιλεάδ. Εκεί δεν υπάρχει πια έρωτας, υπάρχει μόνο μια ιδεολογία στην οποία όλοι οφείλουν πίστη, υπάρχει επίσης η Βίβλος ως το μόνο βιβλίο αναφοράς. Η Οφρεντ, όπως και οι άλλες γυναίκες, δεν επιτρέπεται να διαβάζει και για να ψωνίζει κοιτάζει πινακίδες με εικόνες. Βγαίνει άλλωστε μόνο για να ψωνίσει και τον υπόλοιπο χρόνο της τον περνάει έγκλειστη στο σπίτι του Κυβερνήτη με τον οποίο, μια φορά το μήνα, πρέπει να κάνει σεξ, ξαπλωμένη ανάσκελα, με μόνο στόχο μια πιθανή τεκνοποιία. Θυμάται ωστόσο ακόμα ένα άλλο παρελθόν όταν ήταν ερωτευμένη, είχε δουλειά, δικά της χρήματα, δυνατότητα να σπουδάσει.
Ανακατασκευή
«Κι η συγχώρηση είναι μια δύναμη»
Τούτο δω είναι ανακατασκευή. Είναι όλο μια ανακατασκευή. Αυτή τη στιγμή το ανακατασκευάζω, νοερά, καθώς ξαπλώνω στο μονό κρεβάτι μου προβάροντας τι έπρεπε ή τι δεν έπρεπε να πω, τι έπρεπε ή τι δεν έπρεπε να κάνω, πώς θα ‘πρεπε να το ‘χα χειριστεί. Αν βγω ποτέ από δω μέσα –
Αλλά ας σταθούμε εδώ. Σκοπεύω να ξεφύγω από δω. Δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Κι άλλοι έχουν σκεφτεί τέτοια πράγματα, σε δύσκολες στιγμές πριν απ’ αυτήν, και είχαν πάντα δίκιο, κατάφεραν όντως να γλιτώσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και δεν κράτησε για πάντα. Παρότι για μερικούς πρέπει να κράτησε για όλο το πάντα που είχαν στη διάθεσή τους.
Οταν ξεφύγω από δω, αν καταφέρω ποτέ να τα καταγράψω όλα αυτά, ακόμα και υπό μορφή μιας φωνής που αφηγείται σε μιαν άλλη, θα ‘ναι κι εκείνο ανακατασκευή, σε άλλη χρονική απόσταση. Είναι αδύνατον να πεις κάτι ακριβώς όπως ήταν, διότι ποτέ δεν μπορείς να είσαι ακριβής, πάντα κάτι θα παραλειφθεί αναγκαστικά, υπάρχουν υπερβολικά πολλά μέρη, πλευρές, αντίθετα ρεύματα, λεπτές αποχρώσεις· υπερβολικά πολλές χειρονομίες, που θα μπορούσαν να σημαίνουν το ένα ή το άλλο, υπερβολικά πολλές μορφές που δεν μπορούν ποτέ να περιγραφούν πλήρως, υπερβολικά πολλές γεύσεις, στον αέρα ή στη γλώσσα, μισά χρώματα, τόσο πολλά. Μα αν τύχει να είσαι άντρας, κάποια στιγμή στο μέλλον, κι έχεις φτάσει ως αυτό το σημείο, σε παρακαλώ να θυμάσαι: δε θα υποστείς ποτέ τον πειρασμό τού να νιώσεις ότι πρέπει να συγχωρήσεις, εσύ, ένας άντρας, ως γυναίκα. Είναι δύσκολο να του αντισταθείς, πίστεψέ με. Αλλά να θυμάσαι ότι κι η συγχώρηση είναι μια δύναμη. Το να ικετεύεις γι’ αυτήν είναι μια δύναμη, και το να την αρνείσαι ή να τη δίνεις είναι μια δύναμη, ίσως η μεγαλύτερη.
Εκμυστηρεύσεις
«Το “καλύτερα” δε σημαίνει ποτέ καλύτερα για όλους»
Δεν είχαμε μόνο με τις γυναίκες πρόβλημα, λέει. Το βασικό πρόβλημα το είχαμε με τους άντρες. Δεν τους απόμενε τίποτα πλέον.
Τίποτα; λέω. Μα είχαν…
Δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν, λέει.
Μπορούσαν να βγάλουν χρήματα, λέω, λίγο κακιασμένα. Αυτή τη στιγμή δεν τον φοβάμαι. Είναι δύσκολο να φοβηθείς κάποιον που κάθεται και σε παρατηρεί να βάζεις κρέμα χεριών. Αυτή η έλλειψη φόβου είναι επικίνδυνη.
Δεν αρκεί, λέει. Είναι πολύ αφηρημένη έννοια το χρήμα. Θέλω να πω ότι δεν τους απόμενε τίποτα να κάνουν με τις γυναίκες.
Τι εννοείτε; λέω. Κι οι Πορνογωνίες τι ήταν, που υπήρχαν παντού; Είχαν φτιάξει μέχρι και ειδικά ρομπότ.
Δεν αναφέρομαι στο σεξ, λέει. Αυτό ήταν ένα κομμάτι, το σεξ παραήταν εύκολο. Ο οποιοσδήποτε μπορούσε να το αγοράσει. Δεν είχαν τίποτα για το οποίο να πρέπει να μοχθήσουν, να αγωνιστούν. Εχουμε τις στατιστικές εκείνης της περιόδου. Ξέρεις για ποιο πράγμα διαμαρτύρονταν περισσότερο; Για την αδυναμία να αισθανθούν. Οι άντρες είχαν χάσει το ενδιαφέρον ακόμα και για το σεξ. Ακόμα και για τον γάμο.
Τώρα αισθάνονται; ρωτάω.
Ναι, λέει εκείνος, κοιτώντας με. Αισθάνονται. Σηκώνεται, κάνει τον γύρο του γραφείου προς την καρέκλα όπου κάθομαι. Ακουμπά τα χέρια του στους ώμους μου, από πίσω. Δεν τον βλέπω.
Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι, λέει η φωνή του, από πίσω μου.
Δεν πολυσκέφτομαι, λέω ανέμελα. Αυτό που θέλει είναι οικειότητα, αλλά δεν μπορώ να του τη δώσω.
Δεν έχει νόημα να σκέφτομαι, έτσι δεν είναι; λέω. Το τι σκέφτομαι δεν έχει σημασία.
Που είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί να μου εκμυστηρεύεται διάφορα.
Ελα τώρα, λέει, πιέζοντας λίγο με τα χέρια του τους ώμους μου. Εμένα μ’ ενδιαφέρει η άποψή σου. Είσαι αρκούντως ευφυής, δεν μπορεί, κάποια άποψη θα έχεις.
Για ποιο θέμα; λέω.
Γι’ αυτό που κάναμε, λέει. Για το πώς κατέληξαν τα πράγματα.
Μένω ακίνητη τελείως. Πασχίζω ν’ αδειάσω το μυαλό μου. Σκέφτομαι τον ουρανό, τη νύχτα, όταν δεν έχει φεγγάρι. Δεν έχω άποψη, λέω.
Εκείνος στενάζει, τα χέρια του χαλαρώνουν, μα τα αφήνει ακουμπισμένα στους ώμους μου. Ξέρει ποια είναι η γνώμη μου, φυσικά και την ξέρει.
Δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά, λέει στο τέλος. Νομίζαμε ότι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε καλύτερα.
Καλύτερα; λέω, με μια σιγανή φωνούλα. Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει ότι όλο αυτό είναι καλύτερα;
Margaret Atwood
Η ιστορία της θεραπαινίδας
Μτφ. Αύγουστος Κορτώ
Εκδ. Ψυχογιός, 2017, σελ. 432
Τιμή: 14,20 ευρώ
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει
στις 8 Μαρτίου