Υπάρχουν συγγραφείς που όταν έχουν να διαχειριστούν αποκλειστικά την «έμπνευσή» τους, αναδεικνύονται συναρπαστικοί. Αντίθετα, όταν έχουν να «κουμαντάρουν» ένα συγκεκριμένο υλικό, όπως είναι ένα ή πολλά ταξίδια, χωρίς να χάνουν την αφηγηματική τους ευχέρεια, την περιγραφική τους δύναμη ή την ομολογουμένως υψηλού και ειδικού τύπου ευαισθησία τους, τα κείμενά τους σαν να δυσκολεύονται να βρουν την περπατησιά τους. Θέλεις να ενθουσιαστείς και μένεις με το ζύγι στο χέρι να μετράς προτερήματα και ατέλειες, επιτεύγματα και οπισθοχωρήσεις.
Είναι η περίπτωση της Νίκης Τρουλλινού με το πρόσφατο βιβλίο της «Με θέα στο Λεβάντε», ένα σύνολο τριάντα ενός αφηγηματικών κειμένων που, αν και η συγγραφέας τους αποφεύγει να τα χαρακτηρίσει ως ταξιδιωτικά, έστω κι αν αφορούν χώρες όπως ο Λίβανος, η Συρία, η Τουρκία ή η Κύπρος, δεν μπορούμε να μην το λάβουμε υπόψη μας για έναν κυρίως πρωταρχικό λόγο. Πριν όμως αναφερθούμε στον λόγο αυτόν, θα παραθέσουμε μια παρατήρηση της αλησμόνητης κριτικού Μάρης Θεοδοσοπούλου για το βιβλίο διηγημάτων της Νίκης Τρουλλινού «Ενα μολύβι στο κομοδίνο», επειδή μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς ένα πλεονέκτημα μεταβάλλεται σε μειονέκτημα ή και το αντίθετο, ανάλογα με την περίσταση –περίσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοούμε αν πρόκειται για διήγημα ή για κείμενο ταξιδιωτικό. Γράφει η Θεοδοσοπούλου: «Το θέμα της Τρουλλινού από την αρχή ήταν ο επιλεκτικός και περίπλοκος τρόπος που δουλεύει η μνήμη, με ασυνείδητο αλλά σταθερό οδηγό το αίσθημα».
Δυστυχώς, ως οδηγός το αίσθημα δεν γίνεται να μεταφερθεί αναίμακτα στο «Με θέα στο Λεβάντε» καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με μορφές διηγημάτων, αλλά με ανθρώπους σε ιδιαίτερα δοκιμαζόμενες περιοχές του κόσμου, ώστε όσο πολύ παφλαστικό και ειλικρινές και αν είναι το αίσθημα της Νίκης Τρουλλινού, να έχει τόση σημασία για τις ζωές των ανθρώπων αυτών όση αναγνωρίζει κανείς πως έχει το αίσθημα του ερωμένου προσώπου σε δυο θαυμάσιους στίχους του γερμανού ποιητή Αϊχ όταν γράφει: «Γιατί το μάτι σου που αγκάλιαζε τον κόσμο ολόκληρο / δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εργάτη που έπεφτε από τη σκαλωσιά;». Επειδή ακριβώς τα κείμενα του «Με θέα στο Λεβάντε» έχουν γραφεί με τρόπο ώστε να προέχει για τον αναγνώστη ποιες υπήρξαν οι αντιδράσεις της συγγραφέως στις χώρες που επισκέφθηκε, ποιους συνάντησε, τι της έκανε εντύπωση, τι θα θυμάται στο μέλλον, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αν και τόσο πνιγηρή, μεταβάλλεται σ’ ένα πρόσχημα, αν δεν εισπράττεται και ως ειδυλλιακή για να έχει εμπνεύσει τόσο γλαφυρά κείμενα.
Με ή χωρίς μαντίλα
Με αποτέλεσμα «η Μααλούα που αλλάζει χέρια κάθε νύχτα, από τους φανατικούς δολοφόνους του τζιχάντ στους καθεστωτικούς και τούμπαλιν –ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του και ο θεός χρόνος μοιράζει χρόνο μόνο σ’ εκείνους που οι σφαίρες και οι βομβαρδισμοί θα αφήσουν όρθιους», να μετράει όσο και η εξομολόγηση της συγγραφέως «τώρα θέλω μαχαλεμπί (…) θα μπω πανηγυρικά στο μαγαζάκι με τις μαντίλες. Θα μου αγοράσω ένα μακρύ μαύρο μαντίλι από κασμίρι και μετάξι, κεντημένο στις δυο άκρες με μια γιρλάντα πολύχρωμα λουλούδια».
Ομως, όπως και να το κάνουμε, η Συρία και ο Λίβανος δεν είναι και δεν πρόκειται –κατά πάσα πιθανότητα –να γίνουν Ελβετία ή Σουηδία κι επειδή ακριβώς το «Με θέα στο Λεβάντε» δεν έχει γραφεί για να αντιληφθούμε πόσο αισθαντική είναι η Νίκη Τρουλλινού –αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό -, θα έπρεπε αραιά και πού, έστω, ν’ αναρωτιέται η ίδια μήπως η τόσο έντονα εκφρασμένη ευαισθησία της για τα ενδιαφέροντα του μικρόκοσμού μας δεν σημαίνει έναν αποπροσανατολισμό της, σε σχέση με όσα συνέβαιναν γύρω της κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της.
Τόση άσκηση ύφους, σε περιοχές ματωμένες, κάνει ακόμη και το καλλιεπέστερο κείμενο να ηχεί μάλλον παράταιρα ώστε, είτε πρόκειται για την αφιέρωση του βιβλίου «στις γυναίκες που με ή χωρίς μαντίλα διαπλέουν τα νερά του Αιγαίου και οδοιπορούν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, γυρεύοντας γη χωρίς πόλεμο» είτε πρόκειται για τις αποσκευές της που περιλαμβάνουν σε περίοπτη θέση τα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, τα κείμενα του Γιώργου Σεφέρη για τη Μέση Ανατολή και τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, να σκέφτεται κανείς μήπως έφτασε η ώρα ν’ αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό λυρικές αποστροφές του τύπου «στη δεξαμενή νερού του Ιουστινιανού η ψυχή μου απογειώνεται» ή «θα χρειαστούν πολλές ώρες για να φέρω βόλτα τον κόσμο των συναισθημάτων μου» (μάλλον μας φέρνει βόλτα αντί να τον φέρνουμε) ή, τέλος, «η ανάσα μου παίζει ταμπούρλο», συκοφαντούν μιαν εσωτερικότητα που ενώ μοιάζει πως τίποτε το αλλότριο δεν θα μπορούσε να της είναι ξένο, τελικά κινείται με γνώμονα την εντελώς προσωποπαγή της συγκρότηση.
Λυρικές εξομολογήσεις
Απροσχημάτιστες λυρικές εξομολογήσεις, όταν πρόκειται για χώρες όπως η Συρία και ο Λίβανος, μοιάζει να μετατοπίζουν το κέντρο βάρους στον περιηγούμενο τις χώρες αυτές, με αποτέλεσμα να έχουν σταθεί πολύ πιο ευεργετημένες όσον αφορά τη δραματικότητα της πολιτικής και κοινωνικής τους συγκυρίας, χάρη σε κείμενα μιας λογοτεχνικά επεξεργασμένης δημοσιογραφικής γλώσσας όπως υπήρξαν παλαιότερα τα κείμενα του Αλέκου Λιδωρίκη και, σε πιο πρόσφατα χρόνια, τα κείμενα της Μαρίας Καραβία.
Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι η ίδια η Τρουλλινού προτρέπει όποιον θα ήθελε να γνωρίσει την πηγή που της προκάλεσε την ανάγκη να κάνει τα ταξίδια της αυτά, να πάρει παραμάσχαλα τους δημιουργούς που ήδη αναφέραμε (Καβάφης, Σεφέρης, Τσίρκας), έχει οργανώσει το βιβλίο της μ’ έναν τρόπο που να μη συγκροτεί μόνον ένα εξαιρετικά γοητευτικό αφήγημα, αλλά και να διαβάζεται απνευστί. Τόσο πλούσιο σε ιστορικές πληροφορίες και σε διαδρομές που διασταυρώνονται, αν και έχουν συντελεστεί σε διαφορετικές χώρες, ώστε ν’ αναδίνουν μια σχεδόν ίδια περιπαθή οσμή (άσχετα αν τελικά τον Νίκο από την Αγλαντζά της Λευκωσίας μπορεί να τον θυμάσαι ως τον ευειδή νεανία Μπαζίλ με τη βαριά εσάρπα στη Δαμασκό), με αποτέλεσμα να μένεις δυσάρεστα έκπληκτος με την τόσο συχνή αναφορά του Σεφέρη (θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα σύνδρομο ή σύμπλεγμα σχεδόν του ημίσεος της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, σαν να δίνει εξετάσεις ως προς την αξία των κειμένων της με βάση την όλο και πυκνότερη αναφορά του δημιουργού της «Κίχλης»), ενώ η ίδια η Τρουλλινού έχει αναπαραστήσει με τον λόγο της σχεδόν εξαντλητικά τις ατμόσφαιρες που εξαρχής έχει δείξει πως την ενδιαφέρουν.
Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, οι αντιρρήσεις για το «Με θέα στο Λεβάντε» είναι καθαρά ηθικής τάξεως, όσον αφορά το αισθητικό μέρος είναι άψογο. Οι αντιρρήσεις όμως δεν αφορούν μόνο το βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού. Αναφέρονται σε μια στάση ζωής που κάνει κάτι αποκλειστικά προσωπικό και ιδιωτικό ν’ αναγορεύεται σε αντικείμενο λατρείας. Οπως συμβαίνει άλλωστε και με το «Μουσείο της Αθωότητας» του Ορχάν Παμούκ στην Κωνσταντινούπολη που σχεδόν εκστατικά το αναφέρει η Τρουλλινού στο βιβλίο της: παλιοί νιπτήρες, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, αλατιέρες, τα φάρμακα και τα ξυριστικά του πατέρα, το καλό φόρεμα της μητέρας κ.ά. Στα 2018 ωστόσο δικαιούμαστε ν’ αναρωτηθούμε τι σημασία μπορεί να έχει η διατήρηση μιας ιδιωτικής μνήμης πολύτιμης γιατί παρηγορεί ανάμεσα σε ανθρώπους που, αν αποφάσιζαν να συλλέξουν τις δικές τους, θα ήταν μνήμες βασανιστηρίων, δυστυχίας και θανάτου.

Νίκη Τρουλλινού

Με θέα στο Λεβάντε

Εκδ. Κέδρος, 2017, σελ. 187,

Τιμή: 11 ευρώ