Αυτό το κείμενο αποτελεί συνέχεια της περίφημης «Ομιλίας προς τους Γερμανούς» που απηύθυνε τον Οκτώβριο του 1930 ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας Τόμας Μαν στον γερμανικό λαό και στα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου», όπως τα αποκαλούμε σήμερα. Εκεί ζητούσε από την αστική τάξη να συνταχθεί πολιτικά με τη σοσιαλδημοκρατία για να αποφευχθεί το μοιραίο που ήταν η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία. Τώρα είμαστε στον Δεκέμβριο του 1939. Το μοιραίο έχει επέλθει. Ο Χίτλερ εδώ και έξι χρόνια έχει την κυβέρνηση, έχει και την εξουσία.
Ο πόλεμος έχει ξεσπάσει εδώ και τρεις μήνες. Η Γερμανία θριαμβεύει παντού, αλλά ο Μαν προβλέπει το τέλος της. Πιο σωστά, το εύχεται. Αυτός, ένας Γερμανός, εύχεται την ήττα της χώρας του; Ναι, γιατί η νίκη της θα σημάνει το τέλος όλων αυτών που πίστεψε –μέσα από τις δικές του αντιφάσεις και στροφές –ο μεγάλος συγγραφέας. Η «ήττα θα ήταν ιδανική για να εξισορροπήσει το ιστορικό προέλευσης, να μετριάσει τα αυστηρά, εκφοβιστικά χαρακτηριστικά της Γερμανίας, να κερδίσει για λογαριασμό της τη συμπάθεια της ανθρωπότητας…» (σελ. 19).
Το αίσθημα ανωτερότητας
Ο Μαν δεν συντάσσεται με την ψυχή του λαού, δεν τον εκθειάζει, δεν υποστηρίζει πως αφού αυτή είναι η βούληση των πολλών, ο συγγραφέας, ο διανοούμενος, ο πολιτικός, ο επιστήμονας οφείλουν να την αποδεχτούν. Ο Τόμας Μαν όχι μόνο δεν «σέβεται» αυτόν τον λαό, αλλά στην ουσία τον κατηγορεί για το ότι παραδόθηκε σ’ έναν ανορθολογισμό που τον οδήγησε στη «δικτατορία των αποβρασμάτων». Οι Γερμανοί απόλαυσαν το αίσθημα ανωτερότητας έναντι των «γυφτοσκοπιανών», συγγνώμη έναντι των Εβραίων ήθελα να γράψω, αλλά τώρα θα βρεθούν και αυτοί σε δεινή θέση.
Ο συγγραφέας δεν λέει «άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ξέρει πολύ καλά ότι ο γερμανικός λαός, αν δεν γνώριζε, όφειλε να γνωρίζει. Και γι’ αυτό με ειρωνεία αναρωτιέται «είναι δυνατόν οποιοσδήποτε Γερμανός με σώας τας φρένας να τα έχει δει όλα αυτά έστω και για μια ώρα και να έχει πιστέψει ότι το συγκεκριμένο καθεστώς “ήθελε την ειρήνη” και ότι ο πόλεμος επιβλήθηκε στους κρατούντες και στον λαό από κακόβουλους εχθρούς;» (σελ. 14). Ο Μαν αναρωτιέται πώς ένας λαός που ήταν καλός αγωγός της τέχνης οδηγήθηκε στο να αγαπήσει αυτά τα «αποβράσματα». Τι φταίει και κατέληξε σε μια οργανωμένη εξαγρίωση ένας τόσο «σπουδαίος λαός»; Ηδη –τονίζει –πριν ξεσπάσει ο πόλεμος οι Γερμανοί είχαν γνωρίσει την αποχαλίνωση κάθε κατώτερου ενστίκτου, τη δουλοπρέπεια, την υποκρισία, τον ποταπό καιροσκοπισμό, τον χαφιεδισμό, οι οικογενειακές τους σχέσεις είχαν δηλητηριαστεί και είχαν δει τα παιδιά να προδίδουν τους γονείς τους.
Εκλεισαν τα μάτια τους
Αποδίδει ευθύνες και στους ξένους. Αυτοί, αν και είδαν το θηρίο, έκλεισαν τα μάτια τους νομίζοντας ότι θα το αποφύγουν. Ενα θηρίο όμως, όταν κλείνεις τα μάτια σου απέναντί του, δεν φεύγει. Σε τρώει. Η Συμφωνία του Μονάχου εξαγρίωσε αντί να εξημερώσει τον Χίτλερ. «Η επέκταση του Ράιχ μέσω της υποταγής των Τσέχων και των Πολωνών έγινε δεκτή με μια αδράνεια συνοδευόμενη από πολλούς άρρητους φόβους σχετικά με το αποτέλεσμα της τόσο βεβαρημένης με ψέματα και αθετήσεις υποσχέσεων περιπέτειας» (σελ. 22). Η ενσωμάτωση της Γερμανίας σε μια κοινωνία των λαών ήταν εντελώς αδύνατη όσο ο Χίτλερ παρέμενε στην εξουσία. Εδώ αφήνει να φανούν και τα αισθήματά του υπέρ της Αγγλίας, της μόνης χώρας που εμπνεόμενη από τον φιλελευθερισμό δεν βλέπει την εξουσία ως επιβολή σκλαβιάς, γι’ αυτό και οι κυβερνώντες αυτήν τη χώρα δεν γίνονται σκλάβοι της εξουσίας.
Μοναδική παρηγοριά για όλα αυτά τα δεινά που γνώρισε και αυτά που θα γνωρίσει στη συνέχεια ο γερμανικός λαός είναι η συμπερίληψή του στην αρία φυλή. Φτάνει όμως αυτό; Ο Μαν επιμένει: «Ο γερμανικός λαός είχε, κατά βάση, επίγνωση του πράγματος» (σελ. 23). Καλεί αυτόν τον λαό να εξεγερθεί κατά των δυναστών του. Μια εξέγερση απαραίτητη ώστε να μην καταστραφεί ολοσχερώς η Γερμανία. Ο γερμανικός λαός δεν οφείλει πλέον καμία αφοσίωση σ’ εκείνους που τον παραπλάνησαν και εξαπάτησαν. Εδώ βεβαίως αντιφάσκει με την άποψή του ότι οι Γερμανοί ήξεραν. Αλλά το μείζον εδώ είναι η έκκλησή του –ανεξαρτήτως του αν γνώριζαν ή όχι –στους Γερμανούς να συνθλίψουν τους δικτάτορές τους, πριν η Γερμανία γνωρίσει την απόλυτη καταστροφή. Η Γερμανία τελικά δεν απέφυγε την καταστροφή. Οι εκκλήσεις του δεν μπορούσαν να βρουν ανταπόκριση. Γιατί, όπως υποστηρίζουν και άλλοι ιστορικοί του ναζισμού, οι Γερμανοί, ενώ αρχικά ενθουσιάστηκαν με τον μύθο της αρίας φυλής και κυρίως αυτόν του «ζωτικού χώρου», στη συνέχεια ήταν πλέον αργά να αντισταθούν μόνοι τους στο τέρας.
Η δαιμονοποίηση του Χίτλερ
Στην όλη ανάλυση του φαινομένου Χίτλερ που κάνει ο Μαν ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Η δαιμονοποίηση του Χίτλερ και των συνεργατών του μπορεί να οδηγήσει σε μια σχετικοποίηση του φυλετισμού και του εθνικισμού. Να σχετικοποιηθεί δηλαδή ο ίδιος ο ναζισμός. Δεν έφταιγε η ιδεολογία, αλλά οι άνθρωποι. Δεν το υποστηρίζει αυτό ο Μαν, αλλά ο κίνδυνος υπάρχει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον σταλινισμό. Δεν έφταιγε η θεωρία, αλλά ο Στάλιν. Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα. Και στις δύο περιπτώσεις.
Ο Μαν υποστηρίζει πως υπήρχαν δύο απόψεις για το μέλλον της Ευρώπης και της ίδιας της ανθρωπότητας. Η μία άποψη είναι η λύση που προτείνει ο ναζισμός. Είναι «η απόλυτη κυριαρχία του ζωτικού χώρου». Αυτήν ήδη την έχει αναλύσει από τις πρώτες σελίδες αυτού εδώ του κειμένου. Η δεύτερη όμως είναι αυτό που ονομάζει «ευρωπαϊκή συνομοσπονδία». Ο Μαν προτείνει μια Ευρωπαϊκή Ενωση, τη στιγμή που η Ευρώπη καίγεται. Ενδιαφέρον όμως έχει το σκεπτικό του.
Ο άλλος Μαν
Η στροφή που ξεκίνησε από το «Μαγικό Βουνό»
Ο Μαν, στα τέλη του 1939, ήλπιζε στη γρήγορη ήττα της Γερμανίας, ώστε αυτή να αποφύγει την εκδίκηση των νικητών. Γι’ αυτό και καλούσε τους Γερμανούς να ανατρέψουν οι ίδιοι τον Χίτλερ, πριν αυτός τους οδηγήσει στον αφανισμό. Διαψεύστηκε και στα δύο. Η Γερμανία δεν ηττήθηκε γρήγορα. Οι Γερμανοί δεν ανέτρεψαν τον Χίτλερ. Δεν θα μπορούσαν πλέον, ακόμη και αν είχαν μετανιώσει. Εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο Κέρσοου, μετάνιωσαν πολύ αργά. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ όμως δεν εκδικήθηκαν. Το αντίθετο, βοήθησαν πάρα πολύ στην ανασυγκρότηση της Γερμανίας.
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου στο εξαιρετικό Επίμετρό του «διαχωρίζει» τον Μαν των «Σκέψεων ενός απολιτικού» (1918) από τον Μαν του «Αυτός ο πόλεμος». Οπως δείχνει ο Παπαγεωργίου, ο Μαν το 1939 είναι πλέον ένας φιλελεύθερος δημοκράτης και όχι ένας ρομαντικός απολιτικός αντιδημοκράτης Γερμανός, όπως αυτός της περιόδου που έγραψε τις «Σκέψεις», ο οποίος τασσόταν κατά της πολιτικής και της δημοκρατίας ως μορφών καταπίεσης της ελεύθερης και ανεξάρτητης τέχνης και σκέψης. Ο τότε ρομαντισμός και γερμανικός ιδεαλισμός του Μαν ήταν μάλιστα και η αφορμή της σύγκρουσής του το 1918 και με τον αδελφό του Χάινριχ Μαν.
Με το «Μαγικό βουνό» (άρχισε να το γράφει το 1912 και το ολοκλήρωσε το 1924) αρχίζει η στροφή του. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το έργο μετάβασής του από τον απολιτικό ρομαντικό συγγραφέα (στο «Μαγικό βουνό» αυτός είναι ο ιησουίτης κομμουνιστής Νάφτα) στον υποστηρικτή της φιλελεύθερης δημοκρατίας (στο ίδιο έργο, αυτός είναι ο ουμανιστής Σετεμπρίνι). Ενας Μαν σε συσκευασία δύο. Ακόμη. Το 1939 όμως είναι πλέον ένας, χωρίς αυταπάτες, για τα όριά τους, υποστηρικτής του φιλελευθερισμού –του αγγλικού μάλιστα –και της δημοκρατίας.
Thomas Mann
Αυτόςο πόλεμος
Μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου,
Επίμετρο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου
Εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 98
Τιμή: 12 ευρώ