Mέρα μεσημεριού, ελιόδεντρα και σκοτοδίνη/ Οι μέλισσες λα σι ντο δίεση, φα δίεση λα σολ / Κράτα γερά την κουπαστή, το ερχόμενο το κύμα είναι το κρίσιμο / Ισαμε το λιμάνι των λεπρών, το πέτρινο διάσελο, τον οικισμό του πόνου
Στοιχημένοι ενώπιον του υψίστου κραδασμού / Λεπροί όσον αφορά την μέσα απόσταση / Ωστόσο άρτιοι / Ανδρας γυναίκα / Μια υποψία φεγγαριού / Βήματα γύρω, κάτω βήματα, βήματα επάνω / Θά ‘ναι ο αρχάγγελος, κάνε σιωπή / Bλέμμα εωθινό –τα δάχτυλα του ψηλαφούν των σπλάχνων μας το υπόγειο / «Ησυχάστε» αποφαίνεται «δεν είστε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι
–πότε, κανείς δεν ξέρει ούτε πώς» / «Φύγε και δεν σε χρειαζόμαστε. Μπορούμε μόνοι μας ν’ αναχωρήσουμε, / δίχως το νεύμα του Εκειψηλά, του Παλαιού, του Υπερμάχου»
«Πλάκα – Σπιναλόγκα. Θάλαττα ενδιαμέσως» (Συλλογή «Ο απερίσκεπτος πλοηγός»).
Η Σκύλλα και η Χάρυβδη –πάντα υπάρχει ένας πορθμός, μια ζώνη του νερού ανάμεσα σε δυο θεριά, μια θάλασσα δακρύων, ένα λιμάνι από δω κι άλλο λιμάνι από κει, αλλιώς πώς θα οριζόταν από τα χρόνια τα παλιά ο χωρισμός; Πώς θα νοστούσε, πώς θα προσκυνούσε τη γενέθλια γη ο από καιρό πολύ ξενιτεμένος; Πώς θα δραπέτευε ο εξόριστος; Πώς θα υψωνόταν θλιβερή κι ανυποχώρητη η τάξη αυτού του κόσμου –που έχει διαλέξει τον αποκλεισμό, τον εγκλεισμό, τη φυλακή, το απαρτχάιντ και το Αουσβιτς για να τεντώσει συρματόπλεγμα ανάμεσα στον Εναν και στον Αλλον; Αν δεν υπήρχε ένα νησί για τους σαλούς, για τους παράξενους, τους διαφορετικούς (στη σκέψη και στον έρωτα και στη μιλιά), αν δεν υπήρχε ένα νησί για τους λεπρούς, πώς θα περηφανεύονταν οι υγιείς, πώς θα περιφρουρούσαν το οικοδόμημα του ανεπίληπτου πολιτισμού τους;
Πήγες στη Σπιναλόγκα; Να μην πας. Τώρα που είναι πια μουσείο, αναστηλωμένο εκθετήριο της φρίκης που εξατμίστηκε, τώρα που οι τουρίστες περπατούν εκεί όπου οι σαπισμένοι «θέτανε», μήπως ονειρευτούν τον Ιησού μπρος στους λεπρούς, που τους θεράπευσε κι είχε παράπονο αφού, από τους δέκα γιατρεμένους, ένας μόνον πίσω γύρισε για να του πει «ευχαριστώ». Και στον σταυρό, κανείς. Μην τον περάσεις τον πορθμό, μείνε στην Πλάκα, στον γιαλό, κοίτα το πίσω σου βουνό. Προς το νησί ούτε ένα βλέμμα. Χρόνια πολλά περάσαν που είχα πάει στο Νταχάου. Είδα τους φούρνους, τα φραγγέλια, τις ριγωτές στολές. Τα ηλεκτροφόρα τα συρματοπλέγματα. Φωτογραφίες επιζώντων. Κόκαλα ξασπρισμένα των πεσόντων. Είδα και το απορημένο πλήθος. Των επισκεπτών. Δειλά ξετύλιγαν μια σοκολάτα οι μεγάλοι, μασούσαν τα παιδιά ένα κουλούρι και χασκογελούσανε μπροστά στα ελεεινά κελιά. Ο αέρας συνωμοτικά ψιθύριζε τις μουσικές των τελευταίων κουαρτέτων του Μπετόβεν, μαζί με το κουαρτέτο για το τέλος του ντουνιά που ο Μεσιάν είχε συνθέσει στο δικό του κάτεργο και το είχε ερμηνεύσει (εν τη απουσία του Θεού) εμπρός στους εξαθλιωμένους συγκρατούμενους μ’ ένα βιολί λυμφατικό κι ένα ρημαδοτσακισμένο τσέλο (λέει ο θρύλος πως η λα χορδή ήτανε από σπάγκο –είχε καιρό πολύ που είχε σπάσει η κανονική, μαζί με τις ψυχές και με το ρήμα το λαμπρό του ποιητή: «Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα»).
Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Το ήξερε ο εξόριστος των Επτανήσων, ας μην είχε βρεθεί ποτέ στη Σπιναλόγκα, ήταν αμέτρητα τα κίτρινα βεγγαλικά –σκάγανε και καπνίζανε στων αδελφών του τις παλάμες.
–Πώς είναι να ζεις σ’ ένα νησί γεμάτο αρρώστους σαν κι εσένα;
–Οπως στη Γη. Ξέρεις κανένα μεγαλύτερο νησί από τον μπλε πλανήτη;
–Είμαστε όλοι μας λεπροί λοιπόν;
–Είμαστε όλοι ίδιοι, δύο χέρια, δύο πόδια. Στους ώμους μας φτερά, με το κερί συναρμοσμένα.
–Οι πρόσφυγες από τα μέρη της Κομμαγηνής, εκείνοι που θαλασσοπνίγονται έξω απ’ τη Λέσβο;
–Από τη Σπιναλόγκα δραπετεύσανε.
Κύριε. Αυτό το αλαλάζον κύμβαλο ξερίζωσε το απ’ το πικρό μου χέρι. Αν περπερεύομαι, εμπόδισέ με. Αν είναι σπίτι μου «το πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές», αν η ευημερία μου είναι πλαστή κι έχει αποτέλεσμα άλλων λεπρών τη δυστυχία, στείλε με πίσω στο νησί. Εκτός κι αν έχει η μεγαθυμία σου αποφασίσει να βουλιάξει όλα τα νησιά των εγκλεισμών και των αποκλεισμών, όλα τα Αουσβιτς και τα Νταχάου. Εκτός κι αν έχεις συγχωρήσει πια και τους υπόλοιπους εννιά λεπρούς, εκείνους που ποτέ δεν σ’ ευχαρίστησαν, ας τους κατέβασες απ’ τον σταυρό και τους γλίτωσες από ζωή φρικτή –κουδούνια ώς να σαπίσουν θα φορούσαν στον λαιμό, στις λεωφόρους των παθών θα τους πετροβολούσαν τα παιδιά, θα τους διαπόμπευαν λυσσάρικα σκυλιά, θα τους δικάζαν Φαρισαίοι νυχτοφύλακες.
Κύριε. Φρονώ πως πρέπει να ζητήσω το μερίδιο ευθύνης σου. Δεν είναι πρέπον να επιτρέπεις προσευχές, μνημόσυνα θριαμβικά και λιτανείες αγλαές παντού αλλού εκτός. Εκτός από εκεί όπου αυθεντική η τελετή, υψώνεται θυσιαστική. Οι εκκλησίες, Κύριε, οι αληθινές είναι τα σκοτεινά πεδία των μαχών, τ’ απελπισμένα τα κρεβάτια της αγάπης των κυνηγημένων, οι παραλίες που στην άμμο τους ξεβράστηκαν πνιγμένα τα μωρά, οι θάλαμοι εντατικής, τα χειρουργεία που διανυκτερεύουν. Οι ζωντανοί οι χωρισμοί. Οι απολύσεις υπεράριθμων, οι ασθένειες οι ανίατες. Τα γκουλάγκ. Τα σιδερόφρακτα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η τελική τους λύση.
Η Σπιναλόγκα –ιστορημένη εκκλησία ιερή. Αλλη καμία σαν κι αυτή.
Στη φωτογραφία, η γραμμή του φεγγαριού σπαθίζει το θαμπό νησί. Λόγχη του Αρχάγγελου απαστράπτουσα, το σώμα της ανύποπτής μας λήθης μαχαιρώνει. Να την ξυπνήσει, να υψωθεί. Του κόσμου όλου τους λεπρούς να θυμηθεί. Να τους αποθεώσει.