«Σπόρος»: Με το πρώτο καρέ χάνεις λίγο τη μιλιά σου: πού είναι ο Σεμίχ Καπλάνογλου, ο κινηματογραφιστής μιας τριλογίας («Αβγό» / «Γάλα» / «Μέλι») που έδειχνε ριζωμένη σε έναν σχεδόν «αγροτικό» ρεαλισμό; Κι όμως, λίγα λεπτά μετά συνειδητοποιείς πως παραμένει ατόφιος στον ίδιο τόπο που τον απασχολεί. Βλέποντας το φιλμ στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βυθίστηκα σε μια φιλμική εμπειρία που μοιάζει με θρήνο –τον θρήνο για τον κόσμο εκείνο που ο Καπλάνογλου κατέγραψε με σχεδόν ασκητική εμμονή στα τρία προηγούμενα φιλμ του.
Ας πιάσουμε το θέμα από την αρχή. Βρισκόμαστε σε ένα δυστοπικό, όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όπου ο πλανήτης δείχνει σχεδόν απογυμνωμένος από κάθε μορφή ζωής. Ο πλανήτης διοικείται από γιγαντιαίες πολυεθνικές και οι κάτοικοί του είναι χωρισμένοι στα δύο (περίπου όπως και στην «Πόλη των Νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο), από τη μια οι «προνομιούχοι» και από την άλλη οι αγρότες μιας στέρφας γης.
Εκεί ο καθηγητής γενετικής σπόρων Δρ Ερολ Εριν (Ζαν Μαρκ Μπαρ) που αναζητά μια λύση για τη σωτηρία του πλανήτη ανακαλύπτει πως ένας επιστήμονας ονόματι Τζεμίλ Ακμάν ίσως να βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτήν από τον ίδιο –μόνο που ο τελευταίος έχει τραβηχτεί μακριά από την ασφάλεια της Πόλης (που ούτως ή άλλως αργοπεθαίνει).
Και ο Καπλάνογλου επιχειρεί εδώ έναν μοναδικό συγκερασμό Δύσης και Ανατολής, και μάλιστα σε αφηγηματικό επίπεδο. Γιατί, από τη μια, έχεις να κάνεις με ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, γραμμικό και ευθυτενές, που όμως, από τη στιγμή που οι δυο ήρωες συναντιούνται, αλλάζει εντελώς γραμμή και μεταμορφώνεται σε μια μελαγχολική αλληγορία που κοντοστέκεται πάνω από τις βαθιές πληγές της Γης, όχι για να τεκμηριώσει απαντήσεις αλλά για να θέσει ερωτήματα που μοιάζουν να προέρχονται από τη βαθύτερη ανάγκη του δημιουργού της.
Είναι αυτή η βαθύτερη ανάγκη που μετατρέπει τον «Σπόρο» από μια απόλαυση αισθητική (είναι αδιανόητη η ομορφιά της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Γκιλ Νούτγκενς) σε μια κινηματογραφική μυσταγωγία όπου οι θρησκευτικοί συμβολισμοί αποζητούν όχι τη βαθύτερη κατανόησή τους, αλλά τη συναίσθηση ενός θεατή που προτιμά την παράδοση από την αποκρυπτογράφηση. Και ναι, οι δεσμοί του με τον Ταρκόφσκι στο επίπεδο των αναφορών είναι ολοφάνεροι, αλλά θα προτιμήσω να μη «διαβάσω» την ταινία σε συνάρτηση με αυτούς. Αφενός, ο Ταρκόφσκι είχε μια εντελώς διαφορετική αφετηρία, αφετέρου ο μυστικισμός του Καπλάνογλου, παρά τις αισθητικές ομοιότητες, δεν θα μπορούσε παρά να ριζώσει στην Ανατολή. Γι’ αυτό και μας αφορά τόσο. Ο «Σπόρος» είναι, πάνω απ’ όλα, μια θαρραλέα ταινία, η ταινία ενός σκηνοθέτη που ξεκινά από το πάθος του, και δεν φοβάται να πάρει ρίσκα. Πόσο συχνά συναντά κανείς τέτοια φιλμ σήμερα;

Βαθµοί: 8

Εξαιρετικό δίδυμο

«LadyBird»: Η Γκέτα Γκέργουικ πρέπει να αντλεί την έμπνευσή της από έναν βιωματικό χώρο, και ξέρω πόσο αυθαίρετη ακούγεται αυτή η υπόθεσή μου, είναι όμως τέτοιες οι λεπτομέρειες που διαγράφονται στη σχέση της ηρωίδας με τη μητέρα της που κόβεται η ανάσα σου από τον αιφνιδιαστικό ρεαλισμό της στιγμής. Ολα ξεκινούν από την ιστορία της νεαρής Κριστίν, «καταδικασμένης» σε ένα σχολείο που δεν γουστάρει (επιλογή των γονιών της – για όλους τους λάθος λόγους), σε ένα περιβάλλον που απεχθάνεται, καθώς προσπαθεί να βρει τον δρόμο μέσα από μια ζόρικη εφηβεία. Η Γκέργουικ προσπαθεί να διατηρήσει μια γλυκόπικρη ισορροπία, που τόσο εκτιμούν οι Αμερικανοί (ως γνωστόν, φοβούνται πολύ τα αιχμηρά σκοτάδια), το κάνει όμως με τρυφεράδα και γνήσια ευαισθησία. Και το δίδυμο των Σίρσα Ρόναν και Λόρι Μέτκαλφ αξίζει όσο σαράντα τέτοια φιλμ «ενηλικίωσης».

Βαθμοί: 7

Η Γαλλία σήμερα

«Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα»: Μια βίλα λίγο πέρα από τη Μασσαλία. Τρία αδέλφια που ενώνονται ξανά για να κρατήσουν συντροφιά στον κατάκοιτο πατέρα τους που είναι στα τελευταία του. Και μέσα απ’ αυτή την ιστορία – η οποία, ευτυχώς, δεν υποχωρεί σε καμία καλλιέπεια – ο Ρομπέρ Γκεντιγιάν ρίχνει κλεφτές ματιές σε ολόκληρη τη γαλλική κοινωνία σήμερα. Δεν το κάνει πάντα με κομψότητα, το κάνει όμως με τιμιότητα, και οι ηθοποιοί του (Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν – Πιερ Νταρουσέν, Ζεράρ Μεϊλάν, Αναΐς Ντεμουστιέ) τον υπηρετούν πιστά. Τι να σας πω, δεν είναι αριστούργημα, αλλά αξίζει.

Βαθμοί: 6

Προβάλλονται επίσης

Στη «Γέννηση ενός ηγέτη» ο ηθοποιός Μπράντι Κορμπέτ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, με το πορτρέτο ενός αγοριού που μεγαλώνει πλάι στη θεοσεβούμενη μητέρα του και στον δύστροπο πατέρα του, διπλωμάτη της αμερικανικής αποστολής που δουλεύει σε μια συνθήκη ειρήνης, γνωστή σήμερα και ως Συνθήκη των Βερσαλλιών. Βρισκόμαστε λοιπόν στις αρχές του 20ού αιώνα και ο Κορμπέτ δανείζεται στοιχεία από τον Γιοντορόφσκι όσο και από τον Κεν Ράσελ σε ένα ετερόκλητο μείγμα που επιχειρεί να μιλήσει για την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, μέσα από μια γραφή εντυπωσιακή όσο και, φοβάμαι, αυτάρεσκη. Θες να το δεις μέχρι τέλους όμως. (Βαθμοί: 5) Την ίδια στιγμή, η Τζένιφερ Λόρενς τραβά του Χριστού τα Πάθη στο «Κόκκινο σπουργίτι», όπου μια πρώην μπαλαρίνα μετατρέπεται – έπειτα από ένα ατύχημα – σε πρακτόρισσα της CIA, τόσο που από ένα σημείο και μετά απλά βαριόμαστε (Βαθμοί: 3 – κρίμα για τον Τζέρεμι Αϊρονς), ενώ βγαίνει και το ντοκιμαντέρ «Stringless», που παρακολουθεί τη δημιουργική πορεία και τις ζωές των μελών ενός γυναικείου πολυφωνικού γκρουπ της Θεσσαλονίκης (λέγονται Stringless, δηλαδή… Στρίγκλες) καθώς αυτές αγωνίζονται να επιβιώσουν στην «πεζή» καθημερινότητα. Σκηνοθετεί ο Αγγελος Κοβότσος.