Ο ήχος μεγεθύνεται στο σκοτάδι. Λεπτομέρειες που την ημέρα περνούν απαρατήρητες, αντηχούν διάφανα στη γνώριμη κλεισούρα του. Και σε ένα κατάμαυρο, βουτηγμένο στην καταχνιά Λονδίνο, ο Τζόνι Ντεπ εκφράζει την απέχθεια και το μίσος του για το ανθρώπινο γένος τραγουδιστά. Γιατί έτσι αρμόζει σ’ αυτήν την περήφανη διακήρυξη μισανθρωπίας του Τιμ Μπάρτον, που οφείλει όχι απλώς να αντηχήσει αλλά να σφηνωθεί στ’ αφτιά μας σαν στριγκλιά. Και κάθε νότα, κάθε συλλαβή αντλεί δύναμη από το ίδιο σκοτάδι, μόνο και μόνο για να του βγάλει προκλητικά τη γλώσσα. Βλέπετε, ο αντι-ήρωας της ιστορίας δεν έχει να φοβηθεί τίποτα απ’ αυτό.
Καθετί φωτεινό μέσα του έχει πεθάνει, χρόνια τώρα, μαζί με τον ίδιο. Ιδανικός πρωταγωνιστής για τον Τιμ Μπάρτον, επέστρεψε για λίγο στο πικρό μα ανθρώπινο (γι’ αυτό και τρομακτικό στη μεγαλοπρέπειά του) έρεβος που σκίασε τα αριστουργήματά του. Ανάμεσα στα οποία οφείλει να ενταχθεί και ο Sweeny Todd, ο οποίος, δυστυχώς για τους εγκληματολόγους, υπαρκτό πρόσωπο δεν ήταν ποτέ, παρά τα αρκετά κείμενα που υποστηρίζουν το αντίθετο. Σύμφωνα με τον μύθο, πάντως, έδρασε στην Αγγλία, κάπου στα μέσα του 18ου αιώνα, χαράζοντας βαθιά χαμόγελα στα λαιμουδάκια ανυποψίαστων μεγαλοαστών Λονδρέζων και τσεπώνοντας την περιουσία τους. Μέχρι που οι Αρχές τον τσάκωσαν και τον κρέμασαν δημοσίως για παραδειγματισμό. Φτιασιδώματα τραγικής φύσεως προσέθεσε πρώτος ο συγγραφέας Κρίστοφερ Μποντ το 1974 στο θεατρικό έργο του οποίου ο Sweeny Todd δεν σκοτώνει για λόγους βιοποριστικούς, αλλά από έρωτα και εκδίκηση, καθώς, έχοντας περάσει αδίκως δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή, επιστρέφει στο Λονδίνο για να σφάξει τον δικαστή που τον έκλεισε στη «στενή» και εν συνεχεία κακοποίησε ανενόχλητος τη μονάκριβη σύντροφό του, η οποία και ντροπιασμένη αυτοκτόνησε. Και έρχεται ο Στίβεν Σόντχαϊμ που διασκευάζοντας τον Μποντ συγγράφει (παρέα με τον Χιου Γουίλερ) ένα μιούζικαλ που σημειώνει τεράστια επιτυχία, πρώτα στο Broadway και μετά στα μεγαλύτερα θέατρα παγκοσμίως. Μιούζικαλ που πατά στην παράδοση του grand guignol αλλά και με πολλά κωμικά στοιχεία που, ενίοτε, παραπέμπουν κατευθείαν στο σλάπστικ.
ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΗΨΗ. Το χιούμορ όμως που επιλέγει να κρατήσει ο Μπάρτον στη φιλμική μεταφορά του είναι στυφό σαν αίμα. Γιατί, με την ίδια δύναμη που η αγάπη μπορεί να μας χαρίζει μια δέσμη φωτός, άλλο τόσο δυνατά μπορεί η έλλειψή της ή, ακόμη χειρότερα, η βίαιη στέρησή της να μας κλειδώσει στην πιο απαραβίαστη φυλακή. «Λόγια» του Τιμ Μπάρτον είναι αυτά, όχι δικά μου. Οπως τουλάχιστον τα «διαβάζουμε» από τη μια στον Τζακ Σκέλετον, τη Σάλι του Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη, στον Εντ Γουντ και τον Εντουαρτ Ψαλιδοχέρη, και από την άλλη στον Μπάτμαν, τον Πινγκουίνο και την Κατγούμαν του Batman Returns (ένα αδικημένο αριστούργημα) και, τέλος, στον κ. Sweeny Todd. Που χάνοντας από τη μια στιγμή στην άλλη την ελευθερία του, αλλά και τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε, επιστρέφει σ’ ένα γοτθικά μουντό Λονδίνο όντας ένα θλιβερό απομεινάρι του παλιού εαυτού του. Στο μιούζικαλ αυτό, όπου το gore και η φρίκη συμπορεύονται με το δράμα και την (χαμένη) ανθρωπιά, ο Τιμ Μπάρτον στήνει ένα λονδρέζικο σκηνικό απόλυτης σήψης, πάνω στην οποία αντανακλάται η σκληρότητα των κατοίκων του. Οι μόνοι θετικοί ήρωες του φιλμ, ο Αντονι και η Τζοάνα (ένας αθώος νέος και η χαμένη κόρη του Sweeny Todd) εξαφανίζονται στο κρίσιμο τελευταίο δεκάλεπτο του φιλμ, που μας αρνείται ακόμη και μια κλεφτή ματιά προς ένα happy end. Και σε ένα αποκαλυπτικό (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) φινάλε, ο Μπάρτον οργιάζει και ταυτόχρονα μεγαλουργεί ενορχηστρώνοντας το ρέκβιεμ της ανθρώπινης ψυχής με μια τελευταία εικόνα τρόμου και ομορφιάς.