Ο Maximus Thaler, φοιτητής του Πανεπιστημίου Taft’s στη Μασαχουσέτη, πριν από τέσσερα χρόνια δημιούργησε ένα άτυπο εστιατόριο με την επωνυμία The Gleaner’s Kitchen, δηλαδή Η Κουζίνα του Συλλέκτη, που σερβίρει φαγητό δωρεάν. Πώς το κατάφερε; Αρχισε να ψάχνει καθημερινά τους κάδους απορριμμάτων παντοπωλείων της Βοστώνης. Κι εκεί έβρισκε φρέσκα ή συσκευασμένα τρόφιμα μεγάλης αξίας. Επιβεβαιώνοντας εκτιμήσεις των τοπικών Αρχών, σύμφωνα με τις οποίες το κόστος των υλικών που πετάνε κάθε βράδυ μόνο τα σουπερμάρκετ της πόλης ξεπερνά τα τρεις χιλιάδες δολάρια. Ο νεαρός, που τα βίντεό του κυκλοφορούν στο YouTube, παραδέχεται ότι αυτό που κάνει δεν είναι απολύτως νόμιμο. Και ότι ο στόχος του δεν είναι αποκλειστικά να βοηθήσει αναξιοπαθούντες, αλλά να συνεχίσει μία παλιά παράδοση, τη συλλογή «πεταμένων» τροφίμων.
Κάποτε λέγαμε ότι ο δείκτης ανάπτυξης μιας κοινωνίας καταγράφεται και στα σκουπίδια που παράγουν οι πολίτες της και ως προς την ποσότητα και ως προς το είδος. Διά της απλής εξίσωσης ότι μεγαλύτερη κατανάλωση και περισσότερες αγορές συνεπάγονται και περισσότερα απορρίμματα. Σήμερα, θα προσέθετα ότι καταδεικνύουν το ανάδρομο ως προς κάποιες βασικές αρχές πολιτισμού. Στην Ελλάδα δεν έχουμε απαλλαγεί ακόμη από τα κατοχικά σύνδρομα (που έχουν περάσει και στα εγγόνια των «παιδιών» της Κατοχής). Ψωνίζουμε, κατά κανόνα, περισσότερα τρόφιμα απ’ όσα χρειαζόμαστε, διότι το γεμάτο ψυγείο μάς δίνει μια αίσθηση ασφάλειας. Ειδικά σε εποχές ανέχειας, η πολιτική ορθότητα της ενοχής ότι πετάμε φαγητό στα σκουπίδια όταν άλλοι άνθρωποι τρώνε από τα σκουπίδια (ό,τι κι αν λέει η κυρία Κουντουρά) καλλιεργεί ένα αίσθημα προστατευτικής ανωτερότητας. Το να πετάς αλόγιστα φαγητό όμως δεν είναι δείγμα ευμάρειας. Στον αντίποδα, θα έλεγα ούτε κοινωνικής παχυδερμίας. Είναι απλώς απόδειξη κακού κουμάντου. Για να μην το πάω παραπέρα και θυμηθώ τη Μαντάμ Σουσού που έλεγε: «Εμείς αγοράζουμε δύο αστακουδάκια. Ενα για να το τρώμε και ένα για να το πετάμε».